Ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμός 2,8% προβλέπει για το 2024 η Τράπεζα της Ελλάδος
Αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3%, πληθωρισμό στο 2,8% και πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ προβλέπει για το 2024 η Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος που παρουσιάσθηκε στους μετόχους της ΤτΕ από το Διοικητή Γιάννη Στουρνάρα.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2024, με υψηλότερο ρυθμό έναντι του 2023 και πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,3% το 2024, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αποτελούν βασικές κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα. Πιο συγκεκριμένα, η ιδιωτική κατανάλωση (+1,7%) θα ριχθεί από την αναμενόμενη άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, λόγω της αύξησης του εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία, της συνεχιζόμενης ανάκαμψης της απασχόλησης και της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Οι επενδύσεις (+11,1%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα, θα προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, ιδιαίτερα μετά την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία και τη σημαντική αποεπένδυση που είχε σημειωθεί την τελευταία δεκαετία.
Οι εξαγωγές (+3,7%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά τα επόμενα χρόνια παρά την αναιμική ανάπτυξη στην ευρωζώνη, ενώ η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υψηλότερου μοναδιαίου κόστους εργασίας θα επιβαρύνει τη δυναμική τους. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ελαφρώς αρνητική, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%).
Στην έκθεση σημειώνεται πως ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη διεθνή αβεβαιότητα. Η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στην ελληνική οικονομία είναι σημαντική, καθώς μεταξύ άλλων ενισχύουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές υπηρεσιών, συγκρατώντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι ευνοϊκοί για την Ελλάδα πρόδρομοι δείκτες τουριστικής δραστηριότητας, όπως ο προγραμματισμός αεροπορικών θέσεων και οι κρατήσεις ξενοδοχείων, επιβεβαιώνουν το θετικό κλίμα στον τουριστικό κλάδο, δημιουργώντας προσδοκίες για μια ακόμη ανοδική χρονιά. Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς εργασίας παραμένουν θετικές. Αναμένεται περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης (κατά 1,3% ετησίως) και υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας (σε 10,4%) το 2024, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Τόσο ο γενικός εναρμονισμένος πληθωρισμός όσο και ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να υποχωρήσουν το 2024, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης.
Όπως αναφέρει η ΤτΕ, παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις, το 2024 ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω σε 2,8%, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά σε 3%. Η επιτάχυνση της οικονομικής δυναμικής αναμένεται να επηρεάσει θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ οι μισθολογικές εξελίξεις ενδέχεται να έχουν αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη το 2024 σε 1,0% (όσο και το 2023). Από την άλλη πλευρά, οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους του 2023. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 προβλέπεται αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό κατά 5,4% (2023: 5,5%) και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 4,4% (2023: 4,5%). Οι τάσεις αυτές αναμένεται να ασκήσουν καθοδικές πιέσεις στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων.
Η άνοδος των αποδοχών το 2024 θα επηρεαστεί τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, επισπεύσθηκε νομοθετικά η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, προκειμένου να χορηγηθεί νέα αύξηση από 1ης Απριλίου 2024, η οποία – όπως ανακοινώθηκε στις 29 Μαρτίου – θα είναι 6,4%. Το 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 6,0% του ΑΕΠ (από 6,3% του ΑΕΠ το 2023).
Οι παράγοντες που αναμένεται να συμβάλουν στη βελτίωση αυτή είναι:
α) Οι εξαγωγές αγαθών, παρά τη μείωση που κατέγραψαν το 2023, διατήρησαν και διεύρυναν το μερίδιο αγοράς τους, γεγονός που αποτελεί εφαλτήριο για την επίτευξη καλύτερων επιδόσεων τα επόμενα έτη.
β) Η εκτιμώμενη επιβράδυνση της εγχώριας καταναλωτικής δαπάνης, σε συνδυασμό με την περαιτέρω αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, θα περιορίσει τις εισαγωγές των σχετικών αγαθών.
γ) Περαιτέρω αύξηση αναμένεται στο πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών, καθώς οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες εκτιμάται ότι θα καταγράψουν μικρή άνοδο το 2024, χωρίς να επηρεάζονται σημαντικά από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, κυρίως μέσω της επέκτασης της τουριστικής περιόδου, της αξιοποίησης άλλων μορφών τουρισμού και της ενίσχυσης της κρουαζιέρας. Παράλληλα, οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή της Ερυθράς Θάλασσας εκτιμάται ότι – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα ‒ θα συμβάλουν στην άνοδο των ναύλων και συνεπώς των εισπράξεων από θαλάσσιες υπηρεσίες.
δ) H αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων, σε συνδυασμό με την ανάκτηση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας στην επενδυτική κατηγορία, θα συμβάλει στη μείωση των πληρωμών τόκων και συνεπώς στη βελτίωση του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων.
ε) H χρηματοδότηση από ευρωπαϊκούς πόρους, στο βαθμό που λαμβάνει τη μορφή επιχορηγήσεων (π.χ. κονδύλια του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης ΝextGenerationEU ‒ NGEU), θα έχει άμεση θετική επίδραση στο ΙΤΣ, μέσω των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων.
στ) Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αναμένεται να διατηρήσουν τη δυναμική τους, αντανακλώντας την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τις εισροές από τα ευρωπαϊκά ταμεία, καθώς και τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος. Από την άλλη πλευρά, οι ανάγκες για εισαγωγές επενδυτικών αγαθών θα επιβαρύνουν το έλλειμμα του ΙΤΣ.
Στην έκθεση σημειώνεται πως οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων παραμένουν θετικές. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όσο η ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή, οι τιμές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τάση τους στο υψηλών προδιαγραφών τμήμα της αγοράς, συμπαρασύροντας και τις τιμές στις δευτερεύουσες αγορές.
Για την νομισματική πολιτική το 2024 σημειώνεται πως θα συνεχίσει να είναι περιοριστική, διατηρώντας τα επιτόκια σε επαρκώς υψηλά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο. Με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στο μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.
Η κατεύθυνση της δημοσιονομικής πολιτικής εκτιμάται ότι θα είναι ελαφρώς επεκτατική και το 2024, σύμφωνα με τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών. Η δημοσιονομική ώθηση προέρχεται από τις αυξημένες δημόσιες δαπάνες για επενδύσεις μέσω του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Εξαιρουμένης της επίπτωσης αυτής, η δημοσιονομική κατεύθυνση εκτιμάται ουδέτερη, δρώντας συμπληρωματικά προς την περιοριστική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και την προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ το 2024. Η βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας. Η πρόβλεψη αυτή λαμβάνει υπόψη τις παρεμβάσεις που έχουν νομοθετηθεί για το 2024, σωρευτικού δημοσιονομικού κόστους 2,6% του ΑΕΠ, το οποίο είναι χαμηλότερο από αυτό των παρεμβάσεων του 2023.
Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η επιβράδυνση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019 και για μόλις πέμπτη φορά κατά την περίοδο των 29 συνολικά ετών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα εθνικολογιστικά στοιχεία. Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει σταθερή πτωτική πορεία μεσομακροπρόθεσμα.
Το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπει ότι, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ τίθεται σε σταθερή καθοδική τροχιά, η οποία ανακόπτεται προσωρινά μόνο το 2033 για αμιγώς τεχνικούς λόγους, συνδεόμενους με τη συμπερίληψη των αναβαλλόμενων δαπανών τόκων μέρους του δανείου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) στο δημόσιο χρέος.
Όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό τομέα, το 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει σταδιακά το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται.
Ευνοϊκά στο χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να συμβάλουν:
α) η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας και ακολούθως της πιστοληπτικής ικανότητας των υποψήφιων δανειοληπτών,
β) οι εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, δηλ. η αύξηση της αξίας των προσφερόμενων εξασφαλίσεων για τη λήψη δανείων, και γ) η σχετικά πρόσφατη αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία, η οποία βελτιώνει τις συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, ασκώντας καθοδικές πιέσεις στο κόστος χρηματοδότησής τους μέσω των αγορών κεφαλαίων.
Οι προοπτικές της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα εξαρτώνται από την πορεία των επιτοκίων αναφοράς. Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά κατά το 2024 θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ σε δεύτερο χρόνο θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων. Αν ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας το 2024 διατηρηθεί σε επίπεδο τουλάχιστον παρόμοιο με εκείνο του 2023, η ζήτηση δανείων εκ μέρους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα ενισχυθεί περαιτέρω.
Το ευνοϊκότερο επενδυτικό περιβάλλον μετά την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία θα επενεργήσει θετικά στην προσφορά τραπεζικών δανείων. Παράλληλα, η προσφορά τραπεζικής πίστης θα συνεχίσει να υποστηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από τα χαμηλότοκα δάνεια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα προγράμματα του ΕΣΠΑ (2021-27) και τα νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της ΕΑΤ και του Ομίλου ΕΤΕπ. Αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία θα διευκολύνουν την προώθηση και τη χρηματοδότηση επενδύσεων, ορισμένες εκ των οποίων με μακροχρόνιο ορίζοντα από μεγάλες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ αναμένεται να κυμανθεί κατά μέσο όρο στα ίδια επίπεδα όπως το 2023. Η διατήρηση αξιόλογων ρυθμών ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, αναμένεται ότι θα συμβάλει σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων.
Τυχόν μεγαλύτερος βαθμός ενσωμάτωσης, στο εγγύς μέλλον, των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, και μάλιστα σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, επίσης θα τονώσει τα αποταμιευτικά κίνητρα των ιδιωτών και επομένως τη ζήτηση τοκοφόρων καταθέσεων. Αν η προσδοκώμενη μείωση των επιτοκίων πολιτικής συμβαδίσει με σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα και με ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και της πιστωτικής επέκτασης, τότε το απόθεμα των καταθέσεων θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία. Θετικές είναι οι εκτιμήσεις και για τις εξελίξεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Οι προοπτικές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των τραπεζών διαγράφονται θετικές, υποστηριζόμενες τόσο από την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και από τις εξελίξεις στα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών, όπως η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου τους (με τη μείωση του δείκτη ΜΕΔ) και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, της κερδοφορίας και της ρευστότητάς τους.
Τέλος, η ΤτΕ αναφέρει πως στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών. Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων αναμένεται να έχει σχετικά μικρή επίπτωση στην κερδοφορία των τραπεζών.