Της Εύας Καπελλάκη Κοντού…
Ξυπνάω κάθε πρωί μ’ ένα «πρέπει» στο στόμα. Άγουρο, στεγνό, σαν στάχτη που μου κάθισε στο λαιμό πριν ακόμα ανοίξω τα μάτια. Η μέρα δεν ξεκινά με ανασαίνω∙ ξεκινά με προλαβαίνω. Να προλάβω το παιδί στο σχολείο, το email που περιμένει απάντηση, τη σκέψη που δεν έγινε λέξη, το πρόσωπο που χάθηκε πίσω από την οθόνη. Το ρολόι χτυπάει σαν τύμπανο πολέμου και εγώ ο στρατιώτης: χωρίς πανοπλία, χωρίς ύπνο, χωρίς φωνή.
«Δεν έχω χρόνο για μένα.»
Όχι επειδή δεν θέλω. Ούτε επειδή δεν χρειάζομαι. Μα γιατί κάπου, μέσα σε όλα, ξέχασα ότι υπάρχω κι εγώ. Ξέχασα ότι είμαι άνθρωπος. Ότι έχω σώμα που πονά, ψυχή που βαραίνει, δέρμα που διψά για χάδι. Περπατάω στους δρόμους της πόλης κι είμαι σαν σκιά. Οι άλλοι βλέπουν το περίγραμμα εκείνη που γελάει, που οργανώνει, που τα έχει όλα υπό έλεγχο. Μα κανείς δεν βλέπει τη ρωγμή πίσω από το βλέμμα.
«Κι εγώ, η ίδια, δεν την κοιτάω.»
Δεν έχω χρόνο να κλάψω,να ξεκουραστώ,να αφεθώ. Να γράψω κάτι που να μη χρειάζεται να εξηγηθεί. Να περπατήσω χωρίς προορισμό. Να πω όχι. Να νιώσω το δέρμα μου κάτω από το φως. Να φιλήσω με διάρκεια,να μείνω σιωπηλή χωρίς ενοχή. Να μείνω απλώς… εγώ.
«Μα ποια είμαι εγώ;»
Εκείνη που ήθελε κάποτε να γίνει συγγραφέας παραμυθιώνκαι να ταξιδεύει παντού ή εκείνη που γράφει λίστες στο ψυγείο; Εκείνη που ονειρευόταν φεγγάρια σε παλιές ταράτσες ή εκείνη που τρέχει με τα ακουστικά στ’ αυτιά για να μη χάσει άλλο ένα deadline; Ξεχνώ τη φωνή μου, ξεχνώ το βλέμμα μου, ξεχνώ τη μουσική που αγαπούσα. Και με κάθε τι που ξεχνώ, μικραίνω λίγο ακόμα. Σαν το κερί που λιώνει στην άκρη κάποιου παραθύρου και κανείς δεν το προσέχει.
«Δεν έχω χρόνο για μένα.»
Μα ποιος μου τον πήρε; Οι άλλοι; Η δουλειά; Το παιδί; Η κοινωνία; Ή εγώ η ίδια, που πίστεψα ότι αξίζω μονάχα όταν προσφέρω; Όταν θυσιάζομαι; Όταν σβήνω το δικό μου φως για να λάμψει κάποιου άλλου το δωμάτιο;
Δεν με έμαθε κανείς να διεκδικώ τη σιωπή μου. Μόνο να μοιράζομαι, να τρέχω, να γεμίζω κενά άλλων. Και κάθε φορά που κάθομαι για λίγο, με κυκλώνει η ενοχή: «Μήπως έπρεπε να είμαι αλλού; Μήπως χάνεται κάτι σημαντικό ενώ εγώ… απλώς ανασαίνω;»
Μα κάποια στιγμή, το σώμα φωνάζει. Στην αρχή ψιθυρίζει: ένα πιάσιμο στον αυχένα, μια αϋπνία. Μετά ουρλιάζει: εξάντληση, δάκρυα χωρίς λόγο, μια ψυχή που δεν αντέχει άλλο να προσποιείται πως είναι καλά. Και τότε καταλαβαίνεις. Πως δεν μπορείς να δίνεις απ’ το άδειο. Πως η αγάπη που δεν περνά κι από σένα, γίνεται υποχρέωση. Πως ο χρόνος που δεν σου χαρίζεις, γίνεται φυλακή.
Κάποτε θα μάθω, ίσως, να λέω:
«Όχι σήμερα.»
«Θέλω να μείνω μόνη.»
«Χρειάζομαι να κοιτάξω το ταβάνι και να μη με ρωτήσει κανείς γιατί.»
Να πίνω καφέ που δεν παγώνει. Να διαβάζω βιβλία που δεν τελειώνουν βιαστικά. Να κοιτάζω το φως ν’ αλλάζει στους τοίχους. Να μιλάω με μένα χωρίς να απολογούμαι.
Γιατί, τελικά, ο χρόνος για μένα δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη. Είναι επιστροφή. Είναι ο μόνος τρόπος να υπάρξω αληθινά.
Δεν έχω χρόνο για μένα. Μα αρχίζω να τον ψάχνω.
Όχι σαν κάτι που περισσεύει.
Σαν κάτι που μου ανήκει.
Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός