Τέρμα οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, από εδώ και πέρα για όλα θα αποφασίζει ο αλγόριθμος. Και ο αλγόριθμος δεν κάνει ποτέ λάθος.
Αυτό το μήνυμα εκπέμπουν οι ανακοινώσεις της υπουργού Εργασίας και του πρωθυπουργού για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσω μαθηματικού τύπου. Ο μαθηματικός τύπος θα λαμβάνει υπόψιν τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα της εργασίας και θα προβλέπει ανάλογα προσαρμοσμένες αυξήσεις ή πάγωμα του κατώτατου μισθού όταν «οι περιστάσεις δεν το δικαιολογούν».
Ευρωπαϊκή Οδηγία
Η ανακοίνωση βασίζεται στο πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας για Επαρκείς Κατώτατους Μισθούς (ΕΕ 2022/2041). Πρόκειται για μια επιτροπή που διορίστηκε από το Υπορυγείο Εργασίας, χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων, όπως για παράδειγμα τους επιστημονικούς συνεργάτες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Η πρώτη επίσημη αντίδραση στις κυβερνητικές προτάσεις ήρθε όπως ήταν αναμενόμενο από τη ΓΣΕΕ, η οποία εδώ και χρόνια ζητάει την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον ορισμό του κατώτατου μισθού. Υπενθυμίζεται ότι το κεκτημένο δικαίωμα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας απολέσθη εν μία νυκτί, με τον μνημονιακό νόμο 4093/2012 και δεν επέστρεψε ούτε επί ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας ο νέος τρόπος υπολογισμού του κατώτατου μισθού θα συμβάλλει στην καλύτερη προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων, αφού θα ακολουθεί «αντικειμενικά και διαφανή οικονομικά στοιχεία», ενώ έχει δοκιμαστεί ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η ευρωπαϊκή Οδηγία για τους κατώτατους μισθούς στοχεύει θεωρητικά στην αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές διαπραγματεύσεις τουλάχιστον στο 80%. Στην Ελλαδα τα ποσοστά αυτά είναι περίπου στο 25%.
Η αρχή της … απροσδιοριστίας
Σύμφωνα με τις επισημάνσεις της ΓΣΕΕ, στο προτεινόμενο σύστημα αυτόματου καθορισμού του κατώτατου μισθού δεν πληρούνται ούτε τα ελάχιστα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία, δεν προβλέπεται ουσιαστική διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ενώ αγνοούνται κριτήρια που αφορούν στο μέγεθος της οικονομικής υστέρησης και στη διαβίωση μεγάλης μερίδας των Ελλήνων κάτω από το όριο της φτώχειας και τα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Στον καθορισμό του κατώτατου μισθού μέσω αλγόριθμου, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες, που στη συγκεκριμένη περίπτωση παίρνουν τη μορφή της «δημιουργικής ασάφειας».
Για παράδειγμα δεν εξειδικεύεται το τι σημαίνει «θα λαμβάνονται υπόψιν» οι μεταβολές του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας. Είναι διαφορετικό αν ο μισθός θα αυξάνεται σε άμεση αναλογία με τον πληθωρισμό και άλλο αν θα υπάρχει κάποιος συντελεστής – π.χ. στο 50% του πληθωρισμού, αφού θα συνυπολογίζεται και η παραγωγικότητα.
Σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος οι τελικές αυξήσεις να υπολείπονται του πληθωρισμού, άρα ο πραγματικός κατώτατος μειώνεται ακόμα και αν αυξάνεται ονομαστικά.
Επίσης έχει αποδειχθεί ότι ο λεγόμενος «πληθωρισμός των φτωχών», που ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους για τα απολύτως αναγκαία (π.χ. τρόφιμα στέγαση) είναι υψηλότερος από το μέσο πληθωρισμό. Με δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι που πληρώνονται με τον κατώτατο μισθό ανήκούν σε αυτή την κατηγορία, θα έπρεπε η αναπροσαρμογή του να γίνεται με βάση τον πληθωρισμό του λεγόμενου «κατώτατου εισοδηματικού πεμπτημόριου» (το φτωχότερο 20%) και όχι τον μέσο πληθωρισμό.
Το πόρισμα της επιτροπής προβλέπει μια μεσοβέζικη λύση, αφήνοντας εκτός δικτύου προστασίας τα ασθενέστερα στρώματα. Τα θολά σημεία του αλγόριθμου επισημαίνει και η ΓΣΕΕ, κάνοντας λόγο για «απροσδιοριστία των προτεινόμενων συντελεστών».
Δείκτες υστέρησης
Μια άλλη ένσταση των συνδικάτων είναι ότι το πόρισμα δεν συνυπολογίζει άλλα υποχρεωτικά κριτήρια που ορίζει η Οδηγία, όπως το γενικό επίπεδο και την κατανομή των μισθών, τον ρυθμό αύξησης μισθών κ.λπ.
Επίσης, αγνοούνται δείκτες που αφορούν το μέγεθος της οικονομικής υστέρησης των Ελλήνων και τη διαβίωση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού κάτω από το όριο της φτώχειας. Έτσι όμως δεν εξασφαλίζεται το επίπεδο της «αξιοπρεπούς διαβίωσης», που θέτει ως απαραβίαστο όριο η Οδηγία.
Η ΓΣΕΕ υποστηρίζει ότι η Ελλάδα την τελευταία τετραετία όχι μόνο δε συγκλίνει με την ΕΕ των 27 σε όρους κοινωνικής βιωσιμότητας, αλλά απομακρύνεται τόσο από τις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά, όσο και από περιφερειακές χώρες που αναπτύχθηκαν ραγδαία το ίδιο διάστημα.
Ως αιτία αναφέρεται η πραγματική μείωση του εισοδήματος από μισθωτή εργασία το διάστημα 2019-2023, όπως έχει αποδείξει η έρευνα του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το 2023 σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό βρέθηκε το 24,1% των ατόμων που ζούσαν στις πόλεις και το 30,4% όσων ζούσαν στις αγροτικές περιοχές, ενώ το ποσοστό των νέων σε σοβαρή κοινωνική και υλική στέρηση είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Μόνιμο πάγωμα;
Τέλος, η «αλγοριθμική» αναπροσαρμογή του κατώτατου προβλέπει ένα μακρύ κατάλογο εξαιρέσεων, που απαγορεύουν κάθε αύξηση.
Μάλιστα οι εξαιρέσεις αυτές δεν εξειδικεύονται αλλά καλύπτονται από μια «βολική» αοριστία – π.χ. «όταν υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις». Έτσι η συνδρομή έστω και μίας μόνο από αυτές τις εξαιρέσεις μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε μόνιμο πάγωμα του κατώτατου μισθού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν άλλα στοιχεία, όπως η διαβίωση κάτω από τα όρια της φτώχειας, καταλήγει η ΓΣΕΕ.
Πηγή in.gr