Ορθή στέκω στο πανωπόρτι της ιστορίας εκεί όπου το χθες ανασαίνει ακόμα, σαν θυμίαμα που δεν λέει να σβήσει κι ανοίγω τη σελίδα των μαύρων χρόνων της Κατοχής, τότε που η Κρήτη, λιοκόριτσο ακουστικό των ανέμων, έταζε στο αίμα της να γίνει φως.
Ήταν Μάης κι όμως τα γιασεμιά δεν άνθισαν. Στον ουρανό πυκνό το γογγύρισμα των Στούκας, κάτω στη γη οι καρδιές των παππούδων μας χτυπούσαν με τη ρυθμική αποφασιστικότητα των λαξευτών της πέτρας. Η Μάχη της Κρήτης πήρε σχήμα κόκορα που φτερουγίζει με κομμένα φτερά: όρμησε, μα πριν σωριαστεί, πρόλαβε να λαλήσει σ’ όλη την οικουμένη το μήνυμα πως η λευτεριά δεν ζυγιάζεται με σίδερα.
Σηματωρός εκείνης της μέρας, ο παππούς ο Γιώργης, δε φόρεσε χακί, μόνο το βελουδοπαντελόνι του κι ένα φυσεκλίκι σταυρωτό. «Η γης μας δεν πουλιέται», είπε, και γεύτηκε την πικροδάφνη σαν ψωμί. Δίπλα του, γυναίκες μαντηλοδεμένες, Ιφιγένειες που δεν περίμεναν Αγαμέμνονα, γέμιζαν τα τουφέκια, τραγουδούσαν μοιρολόγι που γύρευε να γίνει εμβατήριο. Κι ο γέρο-δάσκαλος του χωριού, με τη μαγκούρα για κοντάρι, σήκωνε ψαλμό και μυστικό σύνθημα μαζί: «Πάνω τους, μωρέ, να μη μας γράψει η Ιστορία μικρούς!»
Τρεις εβδομάδες κράτησε η οργή του νησιού κι όμως, η αλυσίδα του φόβου έσπασε από την πρώτη στιγμή. Στον καπνό του Καΐρου, λένε, η φωνή της Κρήτης ακούστηκε πιο καθαρή κι απ’ τα κανόνια: «Αντέχουμε, μακρυά, μα είμαστε εδώ· κι η πέτρα μας δεν υπογράφει παράδοση.» Οι σύμμαχοι έβλεπαν έναν λυγερόκορμο τόπο να μάχεται σχεδόν άοπλος, κι όμως άντεχε. Οι κατακτητές έβλεπαν κάτι χειρότερο: ανθρώπους που, σαν τον Ψηλορείτη, ρίζωναν στα ψηλά κι έφραζαν τον δρόμο του τρόμου.
Κι ύστερα η Νέμεσις: καμένα χωριά, μαζικές εκτελέσεις, άνυδρα δάκρυα. Μα κάθε σταγόνα αίμα, κάθε πέτρα που σκορπίστηκε από βαριά μπότα, έγινε οστέινη ικεσία στον κόρφο της γης να καρπίσει μνήμη. Στα χαλάσματα φύτρωσαν σπάρτα, λουλουδάκια κίτρινα σαν μικρά τάματα στον ήλιο. «Μετρούμε τ’ αγκάθια για να χαρούμε τριαντάφυλλα», έλεγε η γιαγιά, κι έσερνε το μοιρολόι στη ρίζα της ελιάς, εκεί που κρύφτηκαν οι αντάρτες τη νύχτα της μεγάλης επιδρομής.
«Σήμερα, που η θάλασσα μοιάζει γάλα ακύμαντο και τα στρούθια κελαηδούν ανέμελα στα χαντάκια, ποιος θυμάται;» Μονολογεί η γερόντισσα Κλεονίκη, και συνεχίζει:«Μα σαν ξανοίγεται το καράβι της σκέψης στα στενά του χρόνου, ακούω ακόμη το δαιμονικό σφύριγμα των αεροπλάνων και βλέπω την Κρήτη γυμνόποδη, με το μαχαίρι στα δόντια, να χορεύει πεντοζάλη στον γκρεμό. Της κόστισε, μα δεν έπεσε. Έμεινε εκεί, ρίζα και σπόρος.»
Και τούτο είναι το χρέος μας: ν’ ανάβουμε το καντήλι της μνήμης, όχι για να δοξάζουμε το μαρτύριο, μα για να κρατάμε άγρυπνο το βλέμμα. Γιατί κάθε φορά που ο κόσμος σκοτεινιάζει, το νησί τούτο αναλαμβάνει να γίνει πυξίδα. Κι εμείς, παιδιά μιας γενιάς που κληρονόμησε ελευθερία χρωματισμένη μ’ αίμα, οφείλουμε να ρωτάμε τον εαυτό μας:
αν ακούγονταν πάλι οι σειρήνες, θα στεκόμασταν όρθιοι;
Στων αναμνήσεων το κατώφλι, λοιπόν, δεν σταματώ. Διαβαίνω μέσα, κρατώντας στο χέρι την ασκεπή δάδα της Ιστορίας γιατί μονάχα έτσι, να φωτίζεις τις σκιές, μπορείς να βαδίσεις προς το αύριο χωρίς να προδώσεις το χτες.
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]