Τέμπη: O τόπος μαρτυρίου – Η σιωπή και η κραυγή μιας εποχής
Δύο χρόνια… Και ο χρόνος σταμάτησε εκείνο το βράδυ, πάνω στις ράγες, στην καμπύλη μιας προδιαγεγραμμένης μοίρας. Στο ψυχρό μέταλλο της σύγκρουσης, στο ασίγαστο ουρλιαχτό που ράγισε τη νύχτα, στο σκοτάδι που κατάπιε όνειρα και χαμόγελα.
Δύο χρόνια… Και η μνήμη χαράζει τα ονόματα των παιδιών που δεν πρόλαβαν να γεράσουν, που δεν πρόλαβαν να αγαπήσουν, να γευτούν τη ζωή. Ονόματα σκαλισμένα στον άνεμο, ψυχές που έγιναν άστρα και φέγγουν στις καρδιές εκείνων που έμειναν πίσω. Μανάδες που αγκαλιάζουν κορνίζες, πατεράδες που μιλούν στη σιωπή, αδέρφια που περπατούν σε δρόμους γεμάτους αναμνήσεις και ερωτήματα.
Δύο χρόνια… Και η οργή δεν κοπάζει. Ποιος να λησμονήσει; Ποιος να δεχτεί το ανείπωτο σαν πεπρωμένο; Όχι, δεν ήταν η κακιά στιγμή. Ήταν ένα τρένο δίχως προορισμό σε μια χώρα που έμαθε να προσπερνά τα συντρίμμια της. Ήταν υπογραφές σε χαρτιά και εγκλήματα από αμέλεια, ήταν μια αλυσίδα από σπασμένους κρίκους που δεν έδεσαν ποτέ σωστά.
Δύο χρόνια… Και οι δρόμοι γεμίζουν ξανά. Λουλούδια πάνω στις γραμμές, σιωπηλές σκιές κρατούν κεριά, φωνές που σπάνε τον αέρα: «Δικαιοσύνη!». Όχι εκδίκηση – δικαιοσύνη. Να μην ξεχαστεί, να μη σβηστεί σαν μελάνι στο νερό. Γιατί η λήθη είναι ο θάνατος των αθώων.
Δύο χρόνια… Και όμως, το αίμα δεν έγινε μάθημα. Το βλέπεις στους δρόμους, στις αποφάσεις, στις αναβολές. Πόσο αξίζει μια ζωή; Όχι στις εξαγγελίες, όχι στα δάκρυα των επίσημων προσώπων, αλλά εκεί που λαμβάνονται οι αποφάσεις, εκεί που χαράσσεται η πορεία του αύριο. Θα τολμήσουν να κοιτάξουν στα μάτια τις χαμένες ψυχές;
Δύο χρόνια… Και οι ράγες ακόμα θυμούνται. Οι πόλεις, τα σπίτια, τα άδεια δωμάτια, τα άδεια θρανία. Δεν είναι αριθμοί, δεν είναι στατιστικές. Είναι τα παιδιά μας, οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας. Και κάθε φορά που ένα τρένο ξεκινά, θα είναι εκεί, να μας θυμίζουν πως η ζωή δεν είναι λάθος για διόρθωση, δεν είναι απώλεια που μπαίνει σε αρχείο.
Δύο χρόνια… Και η υπόσχεση μένει. Να μη σωπάσουμε. Να μη συμβιβαστούμε. Να μη δεχτούμε πως έτσι είναι τα πράγματα. Γιατί δεν είναι. Γιατί κάθε νέο παιδί που επιβιβάζεται σε ένα τρένο, πρέπει να φτάσει στον προορισμό του ασφαλές,ζωντανό. Εκεί όπου τα όνειρα συνεχίζουν να ταξιδεύουν, χωρίς φόβο, χωρίς σταματημένους δείκτες, χωρίς δάκρυα στο φως των κεριών.
Ο διχασμός μιας κοινωνίας απέναντι σε μια τραγωδία
Σε μια κοινωνία που συχνά υφαίνει τον μύθο της προόδου, υπάρχουν μορφές που ακροβατούν ανάμεσα στη λήθη και την αλήθεια. Η Μαρία Καρυστιανού, μια γυναίκα της επιστήμης, της σκέψης, της δράσης, βίωσε την αμφιθυμία της ελληνικής κοινωνίας∙ τη λατρεία και την περιφρόνηση, την αναγνώριση και την αποσιώπηση.
Πόσο έτοιμο είναι ένα έθνος να κοιτάξει κατάματα εκείνους που τολμούν να μιλούν αλλιώς, να ζουν αλλιώς, να υπάρχουν έξω από το καλούπι; Η Μαρία Καρυστιανού, με το βλέμμα της στραμμένο σε ουρανούς απάτητους, είναι μια παρουσία που δεν χωρά στα όρια των συμβάσεων.
Η φωνή της Μαρίας Καρυστιανού δεν είναι πια μια απλή φωνή. Έγινε κραυγή, ένα σπαρακτικό κάλεσμα που σκίζει τον αέρα και ζητά το αυτονόητο: δικαιοσύνη! Δύο χρόνια μετά την τραγωδία στα Τέμπη, η κοινωνία στέκει μπροστά της αμήχανη. Κάποιοι την αγκαλιάζουν, τη θαυμάζουν για το θάρρος της, τη βλέπουν ως σύμβολο αντίστασης στο άδικο,άλλοι με τα μάτια χαμηλωμένα, αποστρέφονται το βλέμμα ίσως γιατί δεν αντέχουν το βάρος της αλήθειας που κουβαλά.
Γιατί η Μαρία δεν ζήτησε ποτέ να γίνει ηρωίδα. Δεν επιθύμησε να σηκώσει στους ώμους της την ευθύνη μιας κοινωνίας που ταλαντεύεται ανάμεσα στη λήθη και στη διεκδίκηση. Κι όμως, έγινε το πρόσωπο της αξιοπρέπειας, η φωνή εκείνων που δεν μπορούν πια να μιλήσουν. Μια κοινωνία που την αντιμετωπίζει άλλοτε με δέος και άλλοτε με αμηχανία, γιατί η αλήθεια πονάει. Γιατί ο καθένας βλέπει στο βλέμμα της Μαρίας τον ίδιο του τον φόβο: ότι το άδικο μπορεί να χτυπήσει οποιαδήποτε πόρτα, ανά πάσα στιγμή.
Μα εκείνη στέκει όρθια. Δεν σιώπησε, δεν υποχώρησε. Έγινε το αγκάθι στη συνείδηση όσων βολεύονται στη σιωπή. Κι όσο η κοινωνία πάλλεται ανάμεσα στη συγκίνηση και στην αδράνεια, εκείνη επιμένει. Γιατί η αδικία δεν ξεπλένεται με δάκρυα. Γιατί η λήθη δεν πρέπει να γίνει μοίρα. Γιατί η δικαιοσύνη δεν είναι πολυτέλεια, είναι χρέος.
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]