Το Διαδίκτυο δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς το πλήκτρο «Μου αρέσει», το εικονίδιο με τον αντίχειρα προς τα πάνω που το Facebook και άλλες διαδικτυακές πλατφόρμες μετέτρεψαν σε ψηφιακό απαιτούμενο. Μάλιστα, είχε γίνει και διεθνές τουριστικό αξιοθέατο από τη στιγμή που το Facebook τοποθέτησε το σύμβολο σε μια γιγάντια πινακίδα που βρισκόταν έξω από τα κεντρικά γραφεία της στη Σίλικον Βάλεϊ, μέχρι που η εταιρεία μετονομάστηκε σε Meta Platforms το 2021.
Ένα νέο βιβλίο των Μάρτιν Ριβς και Ρόμπερτ Γκούντσον, με τίτλο «Like: Το πλήκτρο που άλλαξε τον κόσμο» (Like: The Button That Changed The World), εμβαθύνει στην περίπλοκη ιστορία πίσω από ένα σύμβολο που έχει γίνει ταυτόχρονα μάννα και καταστροφή μιας ψηφιακά καθοδηγούμενης κοινωνίας.
Ήταν στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν πρωτοπόροι της τεχνολογίας, όπως ο συνιδρυτής του Yelp, Ρας Σίμονς, ο συνιδρυτής του Twitter, Μπιζ Στόουν, ο συνιδρυτής του PayPal, Μαξ Λέβτσιν, ο συνιδρυτής του YouTube, Στηβ Τσεν, και ο εφευρέτης του Gmail, Πολ Μπουχάιτ, πειραματίζονταν με διάφορους τρόπους προσέλκυσης της αναγνώρισης για να παρακινήσουν τους ανθρώπους να δημοσιεύουν δωρεάν συναρπαστικό περιεχόμενο στο Διαδίκτυο.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, ένας υπάλληλος της Yelp ονόματι Μπομπ Γκούντσον σχεδίασε στις 18 Μαΐου 2005 ένα πρόχειρο σκίτσο με χειρονομίες με τον αντίχειρα προς τα πάνω και τον αντίχειρα προς τα κάτω, ως έναν τρόπο για να εκφράσουν οι άνθρωποι τις απόψεις τους σχετικά με κριτικές εστιατορίων που δημοσιεύονταν στον ιστότοπο. Η Yelp αρχικά απέρριψε την υιοθέτηση του συμβόλου του Γκούντσον και, αντ’ αυτού, υιοθέτησε διαφορετικά «χρήσιμα» πλήκτρα.
«Είναι κάτι απλό και ταυτόχρονα κομψό, επειδή το “Like” λέει: «Μου αρέσεις, μου αρέσει το περιεχόμενό σου. Και είμαι σαν εσένα. Μου αρέσεις επειδή είμαι σαν εσένα, είμαι μέλος της φυλής σου», είπε ο Ριβς σε συνέντευξή του στο Associated Press.
Όπως συμβαίνει με πολλές καινοτομίες, το πλήκτρο “Like” γεννήθηκε από ανάγκη, αλλά δεν ήταν δημιούργημα ενός μόνο ατόμου. Η ιδέα είχε διαδοθεί για περισσότερο από μια δεκαετία στη Σίλικον Βάλεϊ προτού τελικά την υιοθετήσει το Facebook.
«Η καινοτομία είναι συχνά κοινωνική και η Σίλικον Βάλεϊ ήταν το κατάλληλο μέρος για να συμβούν όλα αυτά, επειδή έχει μια κουλτούρα προσμίξεων, αν και τώρα πλέον λιγότερο», λέει ο Ριβς. «Όλοι συγκεντρώνονταν για να συζητήσουν πάνω σε τι εργάζονταν εκείνη την εποχή και αποδείχθηκε ότι πολλοί από αυτούς εργάζονταν πάνω στο ίδιο πράγμα».
Παρόλο που το Facebook είναι ο κύριος λόγος που το κουμπί «Μου αρέσει» απλώθηκε παντού, δεν το ανακάλυψε η αυτή η πλατφόρμα, που αρχικά σχεδόν το απέρριψε ως «ανοησία». Χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να ξεπεραστούν οι αμφιβολίες του Μαρκ Ζούκερμπεργκ πριν τελικά εισαγάγει το σύμβολο στην υπηρεσία του στις 9 Φεβρουαρίου 2009 – πέντε χρόνια μετά τη δημιουργία του κοινωνικού δικτύου.
Η προσπάθεια δημιουργίας ενός απλού μηχανισμού για την ψηφιακή έκφραση της επιδοκιμασίας ή της απογοήτευσης προέκυψε από μια πληθώρα διαδικτυακών υπηρεσιών όπως το Yelp και το YouTube, των οποίων η επιτυχία ήταν άμεσα εξαρτημένη από την ικανότητά τους να δημοσιεύουν σχόλια ή βίντεο που θα βοηθούσαν να γίνουν οι ιστότοποί τους ακόμη πιο δημοφιλείς χωρίς να τους αναγκάζουν να ξοδεύουν πολλά χρήματα για περιεχόμενο. Αυτή η προσπάθεια απαιτούσε έναν πλήκτρο ανατροφοδότησης που δεν θα απαιτούσε πολύ κόπο για πλοήγηση.
Όταν ο Γκούντσον σχεδίασε την κίνηση με τον αντίχειρα προς τα πάνω και τον αντίχειρα προς τα κάτω, η ιδέα δεν προέκυψε από το πουθενά. Αυτός ο τρόπος επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας είχαν εισαχθεί στο πνεύμα της εποχής των αρχών του 21ου αιώνα από την βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Μονομάχος», όπου ο Αυτοκράτορας Κόμμοδος — τον οποίο υποδύεται ο ηθοποιός Χοακίν Φίνιξ — χρησιμοποιούσε τις χειρονομίες αυτές είτε για να σώσει είτε για να σκοτώσει τους μαχητές στην αρένα.
Αλλά τα θετικά συναισθήματα που προκαλεί η κίνηση με τον αντίχειρα προς τα πάνω χρονολογούνται ακόμη πιο πίσω στην ποπ κουλτούρα, χάρη σε έναν δημοφιλή χαρακτήρα της δεκαετίας του 1950, τον Φόνζι, τον οποίο υποδύθηκε ο ηθοποιός Χένρι Γουίνκλερ στην κορυφαία τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1970, «Happy Days».
Η χειρονομία αργότερα έγινε και ένας τρόπος έκφρασης χαράς μέσω ενός κουμπιού τηλεχειρισμού για ένα πρόγραμμα ψηφιακών συσκευών εγγραφής βίντεο που κατασκεύαζε η TiVO στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Άλλοι ιστότοποι που συνέβαλαν στη συλλογή χρήσιμων ιδεών ήταν η πρωτοποριακή υπηρεσία ειδήσεων Digg, η πλατφόρμα ιστολογίου Xanga, το YouTube και μια άλλη πρώιμη ιστοσελίδα βίντεο, το Vimeo.
Το Facebook αναμφισβήτητα μετέτρεψε το πλήκτρο “Like” σε ένα παγκοσμίως κατανοητό σύμβολο και παράλληλα επωφελήθηκε στο έπακρο από αυτό, όμως παραλίγο να μην είχε συμβεί ποτέ.
Μέχρι το 2007, οι μηχανικοί του Facebook πειραματίζονταν με ένα κουμπί «Μου αρέσει», αλλά ο Ζούκερμπεργκ ήταν αντίθετος επειδή φοβόταν ότι το κοινωνικό δίκτυο είχε ήδη γίνει υπερβολικά γεμάτο και, όπως σχολιάζει ο Ριβς, «δεν ήθελε στην πραγματικότητα να κάνει κάτι που θα θεωρούνταν ασήμαντο και θα υποβάθμιζε την υπηρεσία».
Εκείνη την εποχή, το FriendFeed, ένα ανταγωνιστικό κοινωνικό δίκτυο που δημιουργήθηκε από τον Μπουχάιτ και τον νυν πρόεδρο της OpenAI, Μπρετ Τέιλορ, δεν είχε τέτοιες επιφυλάξεις και παρουσίασε το δικό του κουμπί «Μου αρέσει» τον Οκτώβριο του 2007.
Το πλήκτρο δεν ήταν αρκετό να κρατήσει τα φώτα στραμμένα στο FriendFeed και η υπηρεσία κατέληξε να εξαγοραστεί από το Facebook. Μέχρι την ολοκλήρωση όμως της συμφωνίας, το Facebook είχε ήδη εισαγάγει ένα πλήκτρο “Like” και αφού ο Ζούκερμπεργκ απέρριψε την αρχική ιδέα να το ονομάσει κουμπί “Awesome” («Καταπληκτικό»), επειδή «τίποτα δεν είναι πιο καταπληκτικό από το καταπληκτικό», σύμφωνα με την έρευνα του βιβλίου.
Όταν ο Ζούκερμπεργκ συμφώνησε, το Facebook γρήγορα διαπίστωσε ότι το κουμπί «Μου αρέσει» όχι μόνο βοηθούσε να διατηρείται το κοινό του αφοσιωμένο στο κοινωνικό του δίκτυο, αλλά επίσης διευκόλυνε την ανίχνευση των ατομικών ενδιαφερόντων των ανθρώπων και τη συλλογή των απαραίτητων πληροφοριών για την πώληση της στοχευμένης διαφήμισης που αντιπροσώπευε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της Meta Platform, ύψους 165 δισεκατομμυρίων δολαρίων, πέρυσι.
Η επιτυχία του κουμπιού ενθάρρυνε το Facebook να προχωρήσει ακόμη περισσότερο, επιτρέποντας σε άλλες ψηφιακές υπηρεσίες να το ενσωματώσουν στα πλήκτρα ανατροφοδότησης και στη συνέχεια, το 2016, πρόσθεσε έξι ακόμη είδη συναισθημάτων – «αγάπη», «φροντίδα», «γέλιο», «ουάου», «λύπη» και «θυμός».
Το Facebook δεν έχει αποκαλύψει δημόσια πόσα κλικ έχει συγκεντρώσει από το πλήκτρο “Like” και τις άλλες σχετικές επιλογές του, αλλά ο Λέβτσιν είπε στους συγγραφείς του βιβλίου ότι πιστεύει ότι η εταιρεία πιθανότατα έχει καταγράψει τρισεκατομμύρια από αυτές. «Το περιεχόμενο που αρέσει στους ανθρώπους… είναι πιθανώς ένα από τα πιο πολύτιμα πράγματα στο Διαδίκτυο», λέει ο Λέβτσιν.
Το πλήκτρο βέβαια έχει επίσης δημιουργήσει και μια πραγματική επιδημία συναισθηματικών προβλημάτων, ειδικά μεταξύ των εφήβων , οι οποίοι αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι αν οι αναρτήσεις τους αγνοούνται, και των ναρκισσιστών των οποίων το Εγώ τρέγεται υπέρμετρα από τα θετικά σχόλια.
Ο Ριβς θεωρεί αυτά τα ζητήματα ως μέρος των ακούσιων συνεπειών που αναπόφευκτα συμβαίνουν επειδή «αν δεν μπορείς καν να προβλέψεις τα ευεργετικά αποτελέσματα μιας τεχνολογικής καινοτομίας, πώς θα μπορούσες να προβλέψεις τις παρενέργειες και τις παρεμβάσεις;»
Ακόμα κι έτσι, ο Ριβς πιστεύει ότι το πλήκτρο “Like” και οι δυνάμεις που συγχωνεύτηκαν για να το δημιουργήσουν άνοιξαν τον δρόμο για κάτι μοναδικά ανθρώπινο, καταλήγοντας ότι «δεν νομίζω ότι μπορούμε να βαρεθούμε από το να αρέσουν τα σχόλια μας ή να μας αφαιρείται τόσο εύκολα η ικανότητά μας να κάνουμε κομπλιμέντα: είναι το προϊόν 100.000 ετών εξέλιξης».
Πηγή: ΑΡ
Πηγή ertnews.gr