Καθηγητής Χάρβαρντ για σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας: «Ο Τραμπ ίσως μας εκπλήξει θετικά»
Έχοντας προηγηθεί ένας σύντομος αλλά ιδιαίτερα οξύς εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, κάποιοι διατηρούν τις ελπίδες τους ότι η κατάσταση θα ανατραπεί και οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις μπορεί να εκπλήξουν. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει σοβαρούς λόγους να
Καθοριστικό σταθμό στις προσπάθειες να σταθεροποιήσουν μια εύθραυστη εκεχειρία ΗΠΑ και Κίνα θα αποτελέσει η διήμερη συνάντηση που ξεκίνησε τη Δευτέρα 28 Ιουλίου στη Στοκχόλμη μεταξύ του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Σκοτ Μπέσεντ, και του Αντιπροέδρου της κινεζικής κυβέρνησης, Χε Λιφένγκ.
Πρόκειται για μια συνάντηση που ενδέχεται να αποτελέσει προάγγελο για μια παραγωγική σύνοδο κορυφής μεταξύ του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, που αναμένεται να πραγματοποιηθεί πριν από τις αρχές Νοεμβρίου.
Για τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Γκράχαμ Άλισον, υπάρχουν τέσσερις βασικοί παράγοντες που πολλοί αναλυτές παραβλέπουν και δημιουργούν τις συνθήκες για μια πολύ εποικοδομητική σχέση.
Πρώτον, ο Άλισον σε ανάλυσή του στο Foreign Policy πιστεύει ότι ο Τραμπ δεν είναι γεράκι όσον αφορά την Κίνα. Για τον ίδιο η Κίνα θα μπορούσε να είναι τόσο φίλη, όσο και εχθρός.
Η καλύτερη απόδειξη αυτού, λέει ο Άλισον, είναι όταν προεκλογικά το 81% των Αμερικανών είχε αρνητική εικόνα για την Κίνα, ο Τραμπ ήταν ο μόνος υποψήφιος για εθνικό αξίωμα που μιλούσε επανειλημμένα με θετικά λόγια για το Πεκίνο.
Σε συνεντεύξεις, αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ομιλίες του, είχε πει μεταξύ άλλων: «Αγαπώ την Κίνα», «Σέβομαι πολύ τον Πρόεδρο Σι», «Ο Τύπος με μισεί όταν αποκαλώ τον Πρόεδρο Σι ‘λαμπρό’. Αλλά είναι ένας λαμπρός άνθρωπος», και «Θέλω η Κίνα να τα πάει περίφημα».
Χρειάζεται ισχυρή οικονομία
Δεύτερον, ο Τραμπ πιστεύει ότι μια ισχυρή αμερικανική οικονομία είναι απαραίτητη για την εκλογική επιτυχία των Ρεπουμπλικάνων στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2026 — κάτι που με τη σειρά του είναι αναγκαίο για την υλοποίηση των προτεραιοτήτων του.
Επίσης, θεωρεί πως μια παραγωγική σχέση με την Κίνα είναι προαπαιτούμενο για μια ακμάζουσα αμερικανική οικονομία.
«Ο Τραμπ και η ομάδα του έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι οικονομίες ΗΠΑ και Κίνας είναι τόσο αλληλεξαρτώμενες και οι αλυσίδες εφοδιασμού τόσο συνυφασμένες, που θα είναι αδύνατο να διαχωριστούν μέσα στη θητεία του» υπογραμμίζει ο Αμερικανός ειδικός. Για τα περισσότερα προϊόντα, ακόμα και μια εθνική προσπάθεια για αυτόνομες αλυσίδες θα χρειαζόταν πάνω από δέκα χρόνια».
Συνεπώς, όπως έχουν διαπιστώσει και οι περισσότεροι ηγέτες της παγκόσμιας επιχειρηματικής κοινότητας, οι δηλώσεις Τραμπ περί «αποσύνδεσης» ή «απομείωσης κινδύνου» από την Κίνα είναι σε μεγάλο βαθμό ρητορικά πυροτεχνήματα.
Τρίτον, ο Τραμπ βλέπει τον εαυτό του ως τον απόλυτο διαπραγματευτή, προσθέτει ο Άλισον.
«Αναλογιζόμενος την υστεροφημία του, φιλοδοξεί να τον θυμούνται ως «μεγάλο ειρηνοποιό». Αυτό δεν θα είναι εφικτό αν δεν καταλήξει σε συμφωνία που θα θεμελιώνει μια παραγωγική σχέση με την Κίνα. Με δεδομένες τις ζοφερές προοπτικές ειρήνευσης στην Ουκρανία και τη Γάζα, η ειρήνη στον Ειρηνικό (Pax Pacifica) ίσως αποτελεί τη μοναδική του ευκαιρία».
Η Ταϊβάν δεν προσφέρει τίποτα
Τέλος ο καθηγητής υπογραμμίζει η στάση του Τραμπ απέναντι στην Ταϊβάν είναι πιο συμβατή με την κινεζική θέση από οποιουδήποτε άλλου προέδρου των ΗΠΑ από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά.
Σύμφωνα με απομνημονεύματα και αξιόπιστες πηγές, που επικαλείται ο Άλισον, στην πρώτη θητεία Τραμπ, όταν ετίθετο το ζήτημα της Ταϊβάν στο Οβάλ Γραφείο, ο Τραμπ σύγκρινε επανειλημμένα την άκρη ενός μαρκαδόρου Sharpie με το μέγεθος του γραφείου του, λέγοντας: «Αυτό το σημαδάκι είναι η Ταϊβάν· το γραφείο είναι η Κίνα». Επίσης φέρεται να είπε: «Η Ταϊβάν δεν μας προσφέρει τίποτα».
Σύμφωνα με αναφορές, ο Τραμπ αρνήθηκε να επιτρέψει στον Πρόεδρο της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε, να κάνει στάση στη Νέα Υόρκη κατά τη διάρκεια ταξιδιού που είχε προγραμματιστεί για τον Αύγουστο, και το πρακτορείο Reuters μετέδωσε ότι ο Λάι έχει πλέον αναβάλει το ταξίδι του για «αργότερα φέτος».
Στην ατζέντα του Σι όσον αφορά τις ΗΠΑ, πέρα από την αποφυγή ενός καταστροφικού πολέμου, το θέμα που τον απασχολεί περισσότερο είναι η Ταϊβάν. Στην ουσία, η καμπάνια του για την «αναγέννηση του κινεζικού έθνους» -γνωστή και ως «η μεγάλη αναζωογόνηση»- θεωρεί την «επανένωση» με την Ταϊβάν ως ζωτικής σημασίας στόχο.
Αν και το ζήτημα της Ταϊβάν είναι απίθανο να διευθετηθεί ως μία απλή αγοραπωλησία ακινήτου, ο Αμερικανός καθηγητής θεωρεί πως δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα μελλοντικό σενάριο όπου οι ΗΠΑ δηλώνουν ρητά την αντίθεσή τους στην ανεξαρτησία της Ταϊβάν και την απροθυμία τους να εμπλακούν σε πόλεμο με την Κίνα για το νησί.
Πηγή in.gr