Κάθε καλοκαίρι επιστρέφει σαν μυστικό που το ξέρεις απ’ έξω κι όμως κάθε φορά σε ξαφνιάζει, γέρνει στον ώμο σου αθόρυβα, όπως το φως του απογεύματος που μαλακώνει τις γωνίες της μέρας. Είναι μια παύση. Ένας εσωτερικός αναστεναγμός που απλώνεται στο σώμα και το γαληνεύει. Καλοκαιρινή ραστώνη. Λέξη σχεδόν ξεχασμένη, σαν αραχνοΰφαντο φόρεμα κρεμασμένο σε παλιό αρμάρι. Την προφέρεις αργά, σχεδόν διστακτικά, μήπως και τη μαρτυρήσεις σε κόσμο που τρέχει.
Η ραστώνη δεν είναι τεμπελιά. Είναι στάση. Επιλογή. Η άρνηση να σε πάρει το ρεύμα. Ένα βλέμμα στο ταβάνι όταν όλα γύρω σου ζητούν πράξεις. Το θρόισμα της λεύκας που ακούς σαν απάντηση σε ερωτήματα που ποτέ δεν άρθρωσες. Είναι τα μεσημέρια με τις περσίδες μισόκλειστες, το φως να φιλτράρεται ραθυμικά σαν σκέψη που δεν βιάζεται να γίνει λόγος. Είναι οι στιγμές που επιτρέπεις στον εαυτό σου να μην είναι παραγωγικός, να μην αποδεικνύει τίποτα, να μην ανήκει πουθενά παρά μόνο σε εκείνη την αόρατη αγκαλιά του χρόνου που σταματά.
Στο χωριό η γιαγιά άπλωνε τα σεντόνια στο σχοινί και στεκόταν από κάτω να μυρίσει τον ήλιο. «Έχει δικό του άρωμα το φως», έλεγε. Κι εγώ γελούσα, παιδί ακόμα, αδυνατώντας να καταλάβω. Τώρα, κάθε που αφήνω το πρόσωπό μου να γέρνει στον ήλιο του Ιουλίου, τη θυμάμαι. Σαν να ‘χει δίκιο. Το φως δεν είναι μόνο θερμότητα. Είναι μνήμη. Είναι η ανάμνηση όλων όσων δεν ειπώθηκαν, όσων έμειναν μετέωρα σαν κουβέντες που ακυρώθηκαν απ’ τη σιωπή. Και η ραστώνη, αυτή η απλωμένη σιγή, είναι το μέρος όπου όλα αυτά συναντιούνται.
Βραδιές χωρίς πρόγραμμα, με κρασί στο μπαλκόνι και κουβέντες που λυγίζουν όπως τα γιασεμιά στο αεράκι. Γυμνά πόδια στο πλακόστρωτο, γέλια που δεν νοιάζονται για το αύριο. Ένα τζιτζίκι που επιμένει να τραγουδάει, λες και δεν έχει τίποτε άλλο στον κόσμο να κάνει. Και δεν έχει. Όπως δεν έχεις κι εσύ. Μια ολόκληρη εποχή φτιαγμένη από αναβολές. Θα το δούμε αύριο. Θα το πούμε άλλη φορά. Σήμερα ας μην κάνουμε τίποτα. Ας είμαστε. Ας υπάρχουμε!
Η καλοκαιρινή ραστώνη δεν είναι διακοπή απ’ τη ζωή· είναι επιστροφή σε εκείνη τη ζωή που συνήθως ξεχνάμε. Εκείνη που δεν μετριέται σε επιτεύγματα αλλά σε αναπνοές. Σε βλέμματα που κρατάνε λίγο παραπάνω, σε χέρια που δεν βιάζονται να αφήσουν. Είναι το αντίδοτο στον πυρετό του κόσμου, μια απαλή υπενθύμιση πως μπορούμε και αλλιώς. Πως δεν είναι ανάγκη να σπαταληθούμε στην ταχύτητα.
Στους δρόμους της πόλης, με τις καμένες ασφάλτους και τα σκιερά καφενεία, οι άνθρωποι γίνονται πιο αργοί. Ξαφνικά οι λέξεις έχουν χώρο ανάμεσά τους. Η σιωπή δεν είναι αμηχανία. Είναι καταφυγή. Στο βλέμμα του απέναντι κάτι θυμίζει θάλασσα: απλωσιά, βάθος, κύμα που ξέρει να υποχωρεί. Ίσως τελικά η ραστώνη είναι ο τρόπος της ψυχής να ψιθυρίσει πως υπάρχει ακόμα. Πως δεν εξατμίστηκε στο άγχος και τις λίστες. Πως αν καθίσεις λίγο πιο ήσυχα, θα την ακούσεις.
Το καλοκαίρι πάντα αφήνει κάτι πίσω του. Ίσως μια φράση που ειπώθηκε αργά, ένα σώμα που ξαπόστασε δίπλα στο δικό σου, μια μυρωδιά από βασιλικό στο περβάζι. Κάτι ελάχιστο, σχεδόν αδιόρατο, που όμως μένει. Όπως μένουν τα όνειρα, τα βλέμματα, οι μυστικές συμφωνίες με τον εαυτό σου. Και τότε η ραστώνη, αυτή η εύθραυστη περίοδος ανάμεσα στο πριν και το μετά, γίνεται ιερή. Όχι γιατί έκανε πολλά. Αλλά γιατί επέτρεψε στο τίποτα να είναι αρκετό.
Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]