Καύσωνας: «Καμίνια» τα διαμερίσματα στην Ελλάδα – Αποκαλυπτική έρευνα της Greenpeace
Το ότι ο καύσωνας έχει μετατρέψεις τις πόλεις μας σε θερμικές νησίδες το γνωρίζαμε. Η πυκνή δόμηση, η έλλειψη πρασίνου, το τσιμέντο και η άσφαλτος, δεν αφήνουν τις πόλεις να αναπνεύσουν, ούτε και τους κατοίκους τους. Ούτε όμως πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών τους δεν βρίσκουν ανακούφιση από τη ζέστη οι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων, όπως προκύπτει από νέα έρευνα της Greenpeace. Αντίστοιχη έρευνα του Ευρωπαϊκού προγράμματος Reverter για την ενεργειακή φτώχεια, διαπιστώνει ότι το 60% των κατοίκων του λεκανοπεδιου βιώνει θερμική δυσφορία μέσα στο σπίτι του το καλοκαίρι, ακόμα και αν έχει κλιματισμό.
Σπίτια θερμοκήπια
Ενώ συνεχίζεται ως και σήμερα ο πρώτος μεγάλος καύσωνας του καλοκαιριού, το ελληνικό γραφείο της περιβαλλοντικής οργάνωσης δίνει στη δημοσιότητα τα πρώτα δεδομένα από την καταγραφή των θερμοκρασιών εντός κατοικιών σε διαφορετικές περιοχές της χώρας.
Οι μετρήσεις πραγματοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας που υλοποιείται σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ). Συμμετέχουν 31 κατοικίες σε Κοζάνη, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πάτρα, Αθήνα και Κρήτη, όπου αποτυπώνονται σε πραγματικό χρόνο οι συνθήκες διαβίωσης σε τρεις κατηγορίες κατοικιών: σε τυπικά αμόνωτα σπίτια, σε σπίτια που έχουν υποστεί κάποια μορφή ενεργειακής αναβάθμισης και σε κατοικίες που έχουν χτιστεί σύμφωνα με το πρότυπο του παθητικού κτιρίου.
Σύμφωνα με τον ορισμό του Ινστιτούτου, τα παθητικά κτίρια διατηρούν μια άνετη και ευχάριστη θερμοκρασία όλο τον χρόνο, με ελάχιστες ενεργειακές απαιτήσεις. Ειδικά το καλοκαίρι, το Παθητικό Κτίριο χρησιμοποιεί παθητικές τεχνικές ψύξης, όπως είναι ο σωστός σχεδιασμός σκίασης και νυχτερινού φυσικού αερισμού, προκειμένου να διατηρείται δροσερό.
Στην Ελλάδα, αν και τα νεόδμητα κτίρια έχουν κατά κανόνα καλύτερη ενεργειακή απόδοση, τα γερασμένα κτίρια, που αποτελούν και την πλειοψηφία στο κέντρο της πρωτεύουσας, είναι από μόνα τους «θερμικές παγίδες».
Θερμική δυσφορία και μέσα στο σπίτι
Ενδεικτική είναι η έρευνα της Eurostat που δείχνει ότι λιγότερο από 12% των κατοίκων της Ελλάδας διαβιεί σε κατοικίες που έχουν υποστεί κάποιου είδους ενεργειακή αναβάθμιση τα τελευταία πέντε χρόνια – το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά τη Μάλτα.
Αντίστοιχα, με βάση την απογραφή της ΕΛΣΤΑΤ, περίπου το 1/3 του κτιριακού αποθέματος στην Ελλάδα έχει χτιστεί από το 1945-1980. Άρα είναι δεδομένο ότι χρήζουν εκτεταμένων αναβαθμίσεων, καθώς τα περισσότερα δεν έχουν καν επαρκή μόνωση.
Σε αυτά τα σπίτια, ακόμα και αν έχουν air condition, τα επίπεδα θερμικής δυσφορίας των ενοίκων είναι υψηλά. Η έρευνα του ευρωπαϊκού προγράμματος Reverter (EΚΠΟΙΖΩ-ΕΜΠ-ΚΑΠΕ), για την ενεργειακή φτώχεια, σε 790 νοικοκυριά σε Αθήνα-Πειραιά, διαπίστωσε ότι το 60% των συμμετεχόντων αισθάνεται θερμική δυσφορία στο σπίτι του το καλοκαίρι. Στην ίδια έρευνα σημειώνεται ότι το 67% των νοικοκυριών έχουν αναγκαστεί να μειώσουν τη χρήση ηλεκτρικών συσκευών – όπως τα κλιματιστικά – λόγω του υψηλού κόστους ενέργειας.

πηγή: Greenpeace – ΕΙΠΑΚ
Υψηλές εσωτερικές θερμοκρασίες
Ακόμα και πριν ξεκινήσει ο καύσωνας (18-20 Ιουλίου) οι κατοικίες με ανεπαρκή μόνωση είχαν σταθερά υψηλές εσωτερικές θερμοκρασίες, μεταξύ 29 και 30 βαθμούς Κελσίου.
Τις πρώτες ημέρες του καύσωνα (21-23 Ιουλίου) οι εσωτερικές θερμοκρασίες ανέβηκαν κατά μέσο όρο στους 30-32 βαθμούς. Σε αυτές τις κατοικίες η θερμοκρασία παρέμενε ψηλά ακόμα και τις πρώτες πρωινές ώρες.
Το πιθανότερο είναι ότι τις επόμενες ημέρες, όταν κορυφώθηκε ο καύσωνας (24-25 Ιουλίου) οι εσωτερικές θερμοκρασίες να κυμάνθηκαν σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα.
Μόλις σβήνει το κλιματιστικό, ξαναφουντώνει η ζέστη
Όσοι ζουν σε παλιά διαμερίσματα χωρίς επαρκή μόνωση, δηλαδή η πλειονότητα των κατοίκων του κέντρου της Αθήνας, έχουν διαπιστώσει εμπειρικά ότι ο δροσισμός του σπιτιού εν μέσω καύσωνα είναι ένα σισύφειο έργο.
«Ενώ κατά την κορύφωση του κύματος υψηλών θερμοκρασιών καταγράφεται μια εντατικοποίηση της προσπάθειας των κατοίκων να μειώσουν τη θερμοκρασία των σπιτιών τους μέσω συστημάτων ψύξης, στα αμόνωτα σπίτια και σε εκείνα με ήπιες ενεργειακές αναβαθμίσεις η θερμοκρασία επανέρχονταν σε υψηλά επίπεδα μόλις απενεργοποιούνταν τα συστήματα ψύξης», σημειώνει η έρευνα.
Μάλιστα, όπως αποδεικνύεται, οι κατοικίες με ήπια θερμική αναβάθμιση (π.χ. νέα κουφώματα, διπλά τζάμια) ελάχιστα διαφέρουν ως προς το δροσισμό από τις αμόνωτες κατοικίες. Χαρακτηριστικό είναι ότι η μέγιστη εσωτερική θερμοκρασία (34°C) σε όλο το δείγμα κατοικιών της έρευνας καταγράφηκε σε κατοικία με ήπια ενεργειακή αναβάθμιση στην Καλαμπάκα.
Ενεργειακή αναβάθμιση
Στον αντίποδα, οι κατοικίες με σημαντική ενεργειακή αναβάθμιση δεν παρουσιάζουν έντονες διακυμάνσεις στην εσωτερική τους θερμοκρασία πριν και κατά τη διάρκεια του καύσωνα, με τις καταγραφές να παραμένουν μεταξύ 27-29 βαθμών Κελσίου.
Ακόμα καλύτερα τα πήγαν οι παθητικές κατοικίες. Διατήρησαν ομαλή και ελεγχόμενη εσωτερική θερμοκρασία ολες τις ημέρες της ζέστης, που κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στους 26 βαθμούς Κελσίου, με καταγεγραμμένη ελάχιστη θερμοκρασία τους 24°C και μέγιστη τους 27°C.
Καθημερινή εμπειρία η θερμική δυσφορία
«Τα ευρήματα από τις πρώτες μέρες του καύσωνα του Ιουλίου δείχνουν σαφώς πως η θερμική δυσφορία είναι μία καθημερινή εμπειρία στους χώρους που προορίζονται περισσότερο από κάθε άλλον να μας κάνουν να αισθανόμαστε ασφαλείς, άνετοι και προστατευμένοι, δηλαδή στα σπίτια μα», δηλώνει ο Kώστας Καλούδης, υπεύθυνος της εκστρατείας για το κλίμα και την ενέργεια στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace.
«Οι επιπτώσεις της θερμικής δυσφορίας συνδέονται άμεσα με τη σωματική και ψυχική υγεία και την ποιότητα ζωής σε όλα τα νοικοκυριά, αλλά κυρίως όσων ζουν σε θερμικά υποβαθμισμένα κτίρια, χωρίς μόνωση, με ανεπαρκή συστήματα παθητικής και ενεργητικής ψύξης. Είναι απόλυτη ανάγκη να υιοθετηθούν πολιτικές που θα συμβάλουν στην προσαρμογή στις αναπόφευκτες συνέπειες της κλιματικής κρίσης, και που ταυτοχρόνως θα μειώνουν την ανάγκη κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη, ώστε όλοι να μπορούν να διαβιούν με αξιοπρεπείς και βιώσιμες συνθήκες στα σπίτια τους», καταλήγει.
Πηγή in.gr