Η παιδεία του θεάτρου — Ο θεατής οφείλει να σέβεται τους συντελεστές της θεατρικής παράστασης;
Το θέατρο υπήρξε πάντοτε ο τόπος όπου η ανθρώπινη ψυχή τολμούσε να κοιταχτεί κατάματα. Από την αρχαία τραγωδία έως τα σύγχρονα πειραματικά σχήματα, η σκηνή αναλαμβάνει έναν ρόλο βαθιά παιδευτικό. Δεν είναι απλώς χώρος αφήγησης ή διασκέδασης, είναι χώρος αυτογνωσίας, συλλογικής μνήμης και εσωτερικής συγκίνησης.
Στο κέντρο αυτής της εμπειρίας στέκει ο θεατής. Όχι ως απαθής παρατηρητής, αλλά ως ζωντανό κύτταρο της θεατρικής πράξης. Η παρουσία του δεν συμπληρώνει απλώς το κοινό, μα επιβεβαιώνει τη νομιμοποίηση της ίδιας της παράστασης. Και το ερώτημα τίθεται εύλογα: διαθέτουμε την παιδεία του θεάτρου ώστε να στεκόμαστε με σεβασμό και συνείδηση απέναντι στους συντελεστές μιας θεατρικής παράστασης;
Ο σεβασμός δεν είναι ένα τυπικό «πρέπει» συμπεριφοράς· είναι πράξη αναγνώρισης. Όταν ο ηθοποιός πατά το σανίδι, δεν απαγγέλλει απλώς λόγια. Προσφέρει εαυτόν, ξεδιπλώνει την εσωτερική του διαδρομή, εμπιστεύεται την ευαλωτότητά του μπροστά σε αγνώστους. Είναι ένας τολμηρός διάλογος ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι». Και αυτός ο διάλογος απαιτεί προσοχή, αποδοχή, ευγένεια.
Δυστυχώς, η εποχή μας, αν και κορεσμένη από εικόνες, δεν είναι εξοικειωμένη με τη βιωματική παρουσία. Ο θεατής σήμερα φέρει μαζί του, ενίοτε αθέλητα, την ταχύτητα του ψηφιακού πολιτισμού: ανυπομονησία, κριτική διάθεση, έλλειψη συγκέντρωσης. Τα κινητά φωτίζουν τις σκοτεινές πλατείες, οι συνομιλίες δεν σταματούν πάντα με το τρίτο κουδούνι, η διάσπαση μοιάζει σχεδόν φυσική.
Όμως το θέατρο δεν συγχωρεί την απουσία. Είναι τέχνη της στιγμής, εφήμερη και μοναδική. Μια λέξη που ειπώθηκε από έναν ηθοποιό δεν θα ειπωθεί ποτέ ξανά με τον ίδιο παλμό. Κάθε παράσταση είναι μια τελετουργία που ξεκινά από το φουαγιέ και κορυφώνεται στην αυλαία. Και όπως δεν εισερχόμαστε σε έναν ναό δίχως σεβασμό, έτσι δεν μπαίνουμε και σε έναν θεατρικό χώρο δίχως την ανάλογη εσωτερική προετοιμασία.
Από την άλλη, ας μην λησμονούμε πως οι συντελεστές μιας παράστασης δεν περιορίζονται στον πρωταγωνιστή. Πίσω από κάθε σκηνικό υπάρχει ένας σκηνοθέτης που οραματίστηκε, ένας φωτιστής που σκάλισε το σκοτάδι, ένας μουσικός που έπλεξε ήχους, ένας σκηνογράφος που έστησε κόσμους. Και δίπλα σε όλους αυτούς, μια στρατιά τεχνικών, βοηθών, παραγωγών που εργάστηκαν αθόρυβα για να φτάσει το έργο στο κοινό. Ο θεατής οφείλει να τους περιβάλλει με τη σιωπηλή του ευγένεια.
Ο θεατής οφείλει να σέβεται τους συντελεστές μιας θεατρικής παράστασης;
Η παιδεία του θεάτρου δεν είναι μια διδασκαλία που προέρχεται από τα εγχειρίδια· είναι μια λεπτή στάση ζωής. Ξεκινά από την είσοδο στον χώρο: η σιωπή, η έγκαιρη προσέλευση, το ντύσιμο, η ετοιμότητα για ακρόαση και συναισθηματική ανταπόκριση. Είναι πράξεις φαινομενικά απλές, αλλά βαθιά ουσιαστικές. Είναι, τελικά, σεβασμός στην ίδια την τέχνη.
Ίσως χρειάζεται να επαναδιατυπώσουμε τον ρόλο μας ως θεατές. Να μην ζητούμε να «μας αρέσει» κάτι, αλλά να αναρωτιόμαστε: τι ήθελε να μου πει αυτό το έργο; Γιατί με ταρακούνησε; Τι μου ξύπνησε; Αυτή η μετατόπιση από το «μου άρεσε – δεν μου άρεσε» στο «με συγκίνησε – με προβλημάτισε» είναι και το πρώτο βήμα για μια πιο ώριμη θεατρική κουλτούρα.
Η παιδεία του θεάτρου είναι πάνω απ’ όλα παιδεία ψυχής. Και όπως η ψυχή καλλιεργείται μέσα από εμπειρίες, έτσι και ο θεατής διαμορφώνεται μέσα από την επαφή του με την Τέχνη. Κάθε παράσταση είναι πρόσκληση σε ένα εσωτερικό ταξίδι και κάθε ταξίδι απαιτεί προετοιμασία, ευθύνη, ταπεινότητα.
Το θέατρο μάς ζητά να παρευρεθούμε με όλο μας το είναι. Μας ζητά να είμαστε παρόντες. Και η παρουσία αυτή, όταν προσφέρεται με ειλικρίνεια, είναι η πιο μεγάλη τιμή που μπορούμε να δώσουμε σε όσους, πάνω στη σκηνή και πίσω από αυτήν, προσφέρουν τον εαυτό τους στο όνομα της τέχνης.
Το θέατρο δεν είναι απλώς ένα σκηνικό γεγονός· είναι μια συνάντηση ψυχών, μια λειτουργία μυσταγωγική, ένας καθρέφτης του ανθρώπινου μεγαλείου και της τραγικότητάς του. Όταν ανοίγει η αυλαία, δεν αποκαλύπτεται μόνο μια πλοκή, αλλά ολόκληρη η ψυχική επένδυση εκείνων που εργάστηκαν για να δοθεί πνοή στο άψυχο κείμενο. Το θέατρο είναι έργο συλλογικό, ζωντανό, ανεπανάληπτο. Και όπως κάθε ιερό δρώμενο, απαιτεί σεβασμό. Πρωτίστως από εκείνον που καλείται να το ολοκληρώσει: τον θεατή.
Ο θεατής δεν είναι ένας απλός παρατηρητής· είναι ο τελευταίος συντελεστής της παράστασης. Με την παρουσία του επικυρώνει ή ακυρώνει το θεατρικό συμβάν. Και όμως, πόσο συχνά ξεχνιέται αυτή η λεπτή ισορροπία! Πόσο εύκολα παραμερίζεται η σημασία της ευγένειας, της συγκέντρωσης, της σιωπής, της συμμετοχής!
Η παιδεία του θεάτρου αρχίζει από νωρίς. Δεν είναι γνώση που διδάσκεται μηχανικά. Είναι πολιτισμός εσωτερικός, μια ευαισθησία που καλλιεργείται μέσα από εμπειρία, παρατήρηση και κυρίως σεβασμό. Ο θεατής που προσέρχεται στο θέατρο δεν αγοράζει ένα προϊόν, ανοίγει μια πύλη. Δεν καταναλώνει, συνοδοιπορεί.
Όταν ο ηθοποιός ανεβαίνει στη σκηνή, δεν μεταφέρει απλώς ρόλους· απογυμνώνει τον εαυτό του, προσφέρει την ύπαρξή του στο φως, αγγίζει το όριο της έκθεσης. Η σκηνή είναι ο τόπος όπου δοκιμάζονται οι αντοχές του ανθρώπου· και ο θεατής οφείλει να ανταποκρίνεται με ισότιμη ευθύνη. Δεν είναι επιτρεπτό να μιλά, να ενοχλεί, να κρατά αναμμένο το κινητό· είναι ύβρις προς τον μόχθο, την προετοιμασία, την προσφορά των συντελεστών.
Ο σεβασμός του θεατή είναι λοιπόν πράξη αναγνώρισης. Δεν είναι απλώς καλή συμπεριφορά· είναι ηθική υποχρέωση. Είναι πολιτισμική τοποθέτηση. Η θεατρική πράξη δεν είναι εμπορική συναλλαγή· είναι κατάθεση ψυχής.
Η κοινωνία μας, που τόσο συχνά γοητεύεται από το φευγαλέο και το επιφανειακό, οφείλει να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με το θέατρο. Όχι ως «ψυχαγωγία» με την τρέχουσα έννοια, αλλά ως πνευματική ανάταση. Το θέατρο είναι σχολείο ζωής· και η παιδεία του αρχίζει από την αναγνώριση του άλλου. Από την αίσθηση ότι η στιγμή που βιώνεις είναι μοναδική, και γι’ αυτό ιερή.
Πολλές φορές ο θεατής απαιτεί χωρίς να δίνει. Κρίνει εύκολα, απορρίπτει γρήγορα. Αγνοεί το βάθος του έργου, την πρόθεση πίσω από την αισθητική επιλογή. Ίσως γιατί του λείπει το μέτρο, εκείνο το λεπτό ένστικτο που διακρίνει την τέχνη από την επίδειξη. Όμως η αληθινή τέχνη απαιτεί να την ακούσεις με όλες σου τις αισθήσεις, να αφεθείς, να τη σεβαστείς.
Ο θεατής λοιπόν δεν είναι μόνο αποδέκτης· είναι συνομιλητής. Συνομιλεί με τον λόγο, με τη σιωπή, με το βλέμμα, με την ανάσα του ηθοποιού. Η παρουσία του είναι ενεργή, δημιουργική. Το θέατρο δεν γίνεται για να αρέσει· γίνεται για να συγκινήσει, να ταράξει, να εμπνεύσει.
Κι αν ο θεατής αξίζει να απολαύσει το θέαμα, τότε το οφείλει πρώτα στην ευγένειά του. Στην ευγένεια απέναντι στην τέχνη, στον άνθρωπο, στον εαυτό του.
Διότι στο τέλος, κάθε φορά που πέφτει η αυλαία, ένα ερώτημα μένει να αιωρείται: «ήμασταν άξιοι μάρτυρες αυτής της στιγμής;»
Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος&ραδιοφωνική παραγωγός]