Γιατί δεν πέφτει η τιμή του ελαιόλαδου, ενώ οι παραγωγοί πωλούν φτηνά;
Η τιμή του λίτρου του ελαιόλαδου, πέρα από τις κατά καιρούς προσφορές, παραμένει ψηλά στα σούπερ μάρκετ, κυμαινόμενη από 12 έως 15 ευρώ το λίτρο. Όλα αυτά θα μπορούσαν να εξηγηθούν εάν υπήρχε συνεχόμενη έλλειψη ή η συγκομιδή δεν ήταν καλή φέτος, κάτι που συνέβη πέρυσι. Τουναντίον, φέτος υπολογίζεται ότι η χώρα επέστρεψε στις λεγόμενες «καλές χρονιές» με τη συνολική συγκομιδή να υπολογίζεται γύρω στους 250.000 τόνους. Παρ’ όλα αυτά η διαφορά δεν φαίνεται στο ράφι.
Λάδι σε φτηνή τιμή απ’ τον παραγωγό
«Για να πάρει ο καταναλωτής λάδι σε νορμάλ τιμή, εκεί γύρω στα 7 ευρώ το κιλό, θα το κάνει μόνο αν το πάρει απευθείας από τους παραγωγούς», μάς λέει ένας από τους ειδήμονες της αγοράς, την ώρα που η κυβέρνηση προσπαθεί να μαζέψει τις αντιδράσεις σχετικά με τη φήμη περί υψηλών προστίμων σε όσους μεταφέρουν λάδι με τον τενεκέ, μια διαδικασία που είναι ιδιαίτερα οικεία στην ελληνική κοινωνία εδώ και χρόνια.
Το ένα μετά το άλλο τα κυβερνητικά στελέχη διαψεύδουν ότι θα υπάρξουν πρόστιμα για όσους μεταφέρουν ελαιόλαδο για οικιακή χρήση. Την ίδια ώρα ωστόσο οι εταιρείες εμπορίας ελαιόλαδου πιέζουν για περισσότερους ελέγχους ώστε να σταματήσει η χρήση του «ανώνυμου τενεκέ», του προϊόντος δηλαδή που δεν είναι πιστοποιημένο, ενώ ζήτημα φαίνεται να υπάρχει και με την πώληση ελαιόλαδου χωρίς παραστατικά σε καταστήματα εστίασης, το οποίο υπολογίζεται σε περίπου 60.000 τόνους το χρόνο.
Νοθεία
Τρίτο, βασικό θέμα είναι η νοθεία, με ανθρώπους που γνωρίζουν να λένε ότι συμβαίνει παντού, γι’ αυτό κι έχει σημασία να γνωρίζει ο καταναλωτής από που ακριβώς αγοράζει το λάδι του ώστε να μπορεί να καταγγείλει στη συνέχεια αυτόν που τον πούλησε στην περίπτωση νοθείας ή κακού προϊόντος.
«Ειδικά στη βόρεια Ελλάδα τρώνε λάδι Βουλγαρίας και νομίζουν πως τρώνε παρθένο ελαιόλαδο», μάς αναφέρει ο άνθρωπος της αγοράς που επιθυμεί να κρατήσει την ανωνυμία του. «Μιλάμε κυριολεκτικά για «βαμμένο» σπορέλαιο που μόνο στο χρώμα θυμίζει κανονικό ελαιόλαδο, αλλά κατά 90% είναι σπορέλαιο». O ίδιος, τονίζει βέβαια, ότι φαινόμενα νοθείας μπορεί να παρατηρηθούν παντού.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην τιμή του προϊόντος, καθώς πολλοί είναι οι ελαιοπαραγωγοί που αυτή την περίοδο προτιμούν να μην πουλήσουν και να το κρατήσουν σε αποθήκες, θεωρώντας ότι οι τιμές που τους προσφέρονται από τους εμπόρους είναι χαμηλές.
Το παιχνίδι των πολυεθνικών
Μια πρώτη εικόνα της αγοράς μάς δίνει ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιριστών Ελλάδας (ΕΘΕΑΣ), Μύρωνας Χιλετζάκης, ελαιοπαραγωγός και ο ίδιος στην Κρήτη. «Οι πολυεθνικές παίζουν το παιχνίδι με το λάδι. Κακά τα ψέματα, αυτοί που ορίζουν την τιμή είναι κατά κύριο λόγο η Ισπανία που διαθέτει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής και η Ιταλία που εδώ και χρόνια δουλεύει πολύ καλά την τυποποίηση και το εμπόριο και έχει πέραση στις αγορές, ειδικά σε αυτή των ΗΠΑ».
Μας ενημερώνει ότι αυτή τη στιγμή η μέση τιμή αγοράς του ελαιόλαδου από τους εμπόρους ανέρχεται στα 4,5 ευρώ. «Είναι χαμηλή η τιμή και οι παραγωγοί, όσοι αντέχουν οικονομικά τουλάχιστον, προτιμούν να το κρατήσουν στις αποθήκες περιμένοντας καλύτερη προσφορά». Η φράση κλειδί είναι η «όσοι αντέχουν οικονομικά».
Μεροκάματα και κόστος
Μας την εξηγεί αναλυτικά ένας άλλος παραγωγός και πρώην τυποποιητής, ο Νίκος Προβοκάκης από τη Λακωνία. «Στους καιρούς που ζούμε κι εκεί που έχουν πάει το κόστος, δεν μπορούν να πουν όλοι οι παραγωγοί «δεν τα παίρνω τα λεφτά». Όταν ο άλλος έχει να πληρώσει μεροκάματα, λιπάσματα, το ενεργειακό κόστος και δεν έχει κάποια λεφτά στην άκρη, δύσκολα δεν θα πουλήσει».
Στη δική του περιοχή τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα, καθώς οι έμποροι αυτή την περίοδο προσφέρουν γύρω στα 5,5 με 5,70 ευρώ το κιλό. «Κάθε λάδι δεν είναι ίδιο», μάς εξηγεί ο κ. Προβοκάκης, τονίζοντας ότι η ποιότητα του ελαιόλαδου είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων όπως τα δέντρα, η περιοχή και το κλίμα της, οι βροχές της χρονιάς, η περιποίηση τους κ.α. Η ποιότητα μπορεί να αποτυπωθεί απ’ το πόσο λάδι παράγουν οι ελιές.
Για παράδειγμα μπορεί κάποιος να έχει 500 γεμάτα με καρπό δέντρα και να βγάλει λιγότερο λάδι στο τέλος από κάποιον με τα μισά δέντρα. «Είναι αυτό που λέγανε οι παλιοί και το έχουμε ακόμα και σήμερα, πόσο λάδι αποδίδει το τσουβάλι. Άλλο π.χ. μπορεί να αποδίδει 7 ή 8 κιλά κι άλλο 10», λέει ο κ. Προβοκάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στη Λακωνία υπάρχει ένα καλά οργανωμένο σύστημα αποθήκευσης ελαιόλαδου, γεγονός που βοηθάει εκείνους που επιθυμούν να κρατήσουν το λάδι τους προκειμένου να πετύχουν καλύτερη τιμή.
Η διαφορά τιμής του ελαιόλαδου
Επιστρέφοντας στην Κρήτη και στον κ. Χιλετζάκη μαθαίνουμε ότι η αποθήκευση λαδιού πέρυσι ήταν μηδαμινή. Τον ρωτάμε γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά τιμής από τον παραγωγό στο ράφι του σούπερ μάρκετ.
«Επειδή υπάρχουν πολλοί μεσάζοντες», είναι η απάντηση. «Από το παραγωγό πάμε στο ελαιοτριβείο, από το ελαιοτριβείο στον έμπορο, από τον έμπορο στην τυποποίηση, από την τυποποίηση στο σούπερ μάρκετ και από εκεί στον καταναλωτή». Κατά συνέπεια, αν ένας παραγωγός πουλάει σε μια μέση τιμή των 5 ευρώ και στο σούπερ μάρκετ πωλείται προς 14-15 ευρώ το λίτρο, τα σχεδόν 10 ευρώ μοιράζονται στους ενδιάμεσους.
Απόθεμα
Ο κ. Προβοκάκης βάζει και μια άλλη παράμετρο στο θέμα της αυξημένης τιμής. «Εξαρτάται πόσα αποθέματα έχουν οι εταιρείες και ποιο λάδι διοχετεύουν στην αγορά. Αν π.χ. αγόρασαν πέρυσι σε μεγαλύτερη τιμή κι έχουν απόθεμα ακόμα από εκείνες τις παρτίδες, θα κρατήσουν την τιμή ψηλά για να μην χάσουν απ’ το κέρδος τους».
Επόμενος συνομιλητής μας είναι ο κ. Δημήτρης Λυμπέρης, παραγωγός από την περιοχή της Στυλίδας, εκεί που η βρώσιμη ελιά υπερτερεί της παραγωγής ελαιόλαδου. Η τιμή της ελιάς είναι «σχετικά καλή» για φέτος, καθώς οι έμποροι αγοράζουν προς 1 ευρώ το κιλό τις πράσινες και προς 2,20 ευρώ το κιλό τις μαύρες.
Για την ιστορία η μέση τιμή πώλησης 200 γρ. πράσινης συσκευασμένης ελιάς στα σούπερ μάρκετ ανέρχεται στα 3 ευρώ και της μαύρης στα 3,70 ευρώ. «Η τιμή στο ελαιόλαδο στην περιοχή μας είναι πεσμένη, γύρω στα 4 ευρώ το κιλό δίνουν οι έμποροι», λέει. Πρόπερσι που είχαμε πάλι καλή παραγωγή ελαιόλαδου, η τιμή ήταν στα 5 με 5,5 ευρώ. Γι’ αυτό και αρκετοί από εμάς περιμένουν ν’ ανέβει κάπως η τιμή και δεν το δίνουν».
Ο κ. Λυμπέρης είναι ξεκάθαρος ως προς τι συμφέρει πραγματικά τον καταναλωτή. «Λάδι σε καλή τιμή θα πάρει μόνο απευθείας απ’ τον ελαιοπαραγωγό, δεν υπάρχει άλλος τρόπος», σημειώνει.
Καταγραφή και «χρηματιστήριο»
Ρωτάμε τον ειδήμονα τις αγοράς αν γίνεται καταγραφή των αποθεμάτων και αν υπάρχει κάποιο είδος «χρηματιστηρίου ελαιόλαδου» αναφορικά με το πως διαμορφώνονται οι τιμές σε σχέση με την παραγωγή κάθε χρονιάς. Η απάντηση είναι αρνητική.
«Το ελαιόλαδο είναι ένα προϊόν που μετακινείται με άνεση στη Μεσόγειο και από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο», μάς λέει. «Στην Ιταλία οι άνθρωποι έχουν βρει το μυστικό της καλής τυποποίησης και της εξόδου στην αγορά, πουλώντας υποτίθεται έξτρα παρθένο ιταλικό λάδι, την ώρα που στην ουσία μιλάμε για ένα μείγμα από λάδια της Ελλάδας, της Τυνησίας, της Τουρκίας κλπ.».
Κατακερματισμένη αγορά
Τον ρωτάμε γιατί πουλάνε οι Έλληνες τόσο άνετα στους Ιταλούς και δεν φροντίζουν να κάνουν γνωστό το ελληνικό ελαιόλαδο, κρατώντας το κέρδος για τους ίδιους. «Γιατί συνηθίζεται να αργεί να ξημερώσει όπου λαλούν πολλοί κοκόροι», λέει γελώντας.
Του ζητάμε να μας εξηγήσει τι εννοεί και αρχίζει να μιλάει για τον κατακερματισμό της ελληνικής αγοράς σε πολλούς μικρούς παραγωγούς ή έστω συνεταιρισμούς περιορισμένης εμβέλειας, οι οποίοι σε καμία περίπτωση δεν συγκεντρώνουν τέτοια παραγωγή που να μπορούν να αναδειχθούν σε «παίκτες» της αγοράς εκτός Ελλάδας.
Για τον ίδιο μια λύση για το ελληνικό ελαιόλαδο θα ήταν να γίνει προϊόν ΠΟΠ όπως η φέτα, ανεξαρτήτως αν προέρχεται από την Πελοπόννησο, την Ήπειρο ή αλλού. «Στην Ελλάδα διεκδικεί τη μοναδικότητα ο καθένας μικρός παραγωγός», μάς λέει. «Έτσι όμως δεν μπορείς να πας πουθενά, δουλεύεις για την πάρτη σου και μόνο».
Το κόστος και η χρήση
Μια οικογένεια 4 ατόμων χρειάζεται κατά μέσο όρο περίπου 120 με 150 κιλά ελαιόλαδο το χρόνο, ήτοι 6 με 8 τενεκέδες. Με τον τενεκέ να κυμαίνεται σε μια μέση τιμή των 110 ετών αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται 660 με 880 ευρώ το χρόνο, αν προμηθευτεί το λάδι από παραγωγό και όχι από σούπερ μάρκετ, εκεί που η τιμή ξεπερνά κατά πολύ τα 1000 ευρώ.
«Έχει μειωθεί η χρήση του ελαιόλαδου από τους Έλληνες», μάς λέει ο κ. Προβοκάκης. Το 2000 για παράδειγμα αντιστοιχούσαν 19 κιλά λάδι στο άτομο το χρόνο και τώρα πλέον έχουμε πέσει στα 10 με 12 κιλά». Τον ρωτάμε αν αυτό οφείλεται στην τιμή του, για τον ίδιο περισσότερη σημασία έχει ότι έχουν αλλάξει αρκετά οι διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων και σε μεγάλο βαθμό έχει εγκαταλειφθεί η μεσογειακή διατροφή, της οποίας ένας εκ των πυλώνων είναι το ελαιόλαδο.
«Πάρτε παράδειγμα τα εστιατόρια. Ποιός τηγανίζει σε ελαιόλαδο πλέον; Αραιά και που. Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν σπορέλαια, φοινικέλαια κλπ. Λογικό είναι από τη μεριά τους, έχουν μαζική παραγωγή και το ελαιόλαδο κοστίζει περισσότερο. Στα σπίτια όμως;».
Το λάδι και ο φρέντο
Επιμένω στο θέμα της τιμής αλλά ο κ. Προβοκάκης διαφωνεί. «Βάλτε με το μυαλό μας μια 4μελή οικογένεια που πίνει έναν φρέντο την ημέρα προς 2 ευρώ. Αυτό μας κάνει 240 ευρώ το μήνα και 2,400 ευρώ στο δεκάμηνο. Με 800 ευρώ έχουν πάρει ελαιόλαδο για όλη τους τη χρονιά και μάλιστα πρώτης ποιότητας. Ε, τα υπόλοιπα ας τα πιουν καφέδες», λέει γελώντας.
Πηγή in.gr