Επικήδειος λόγος για τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μπαντουβά - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Επικήδειος λόγος για τον αείμνηστο Κωνσταντίνο Μπαντουβά

19 Δεκεμβρίου 2024 -

Επικήδειος λόγος που εκφώνησε ο Εμμανουήλ Αλεξανδρίδης, προς αποχαιρετισμό του αείμνηστου θείου του Κωνσταντίνου Μπαντουβά.

Αγαπημένε μου θείε, βαρύ και ασήκωτο το βάρος του καθήκοντος που μου πέφτει να σε αποχαιρετήσω για ύστατη φορά εκ μέρους της οικογένειας μας, της οικογένειας που λάτρεψες και σε λάτρεψε και εκείνη όσο τίποτε άλλο. Και είναι ακόμα πιο βαρύ και ασήκωτο το βάρος αυτό για εμένα, γιατί τα λόγια και οι φράσεις δεν αρκούν, ούτε μπορούν να περιγράψουν και να αποτυπώσουν την αγάπη, τον θαυμασμό, το δέος και τον σεβασμό που αισθανόμουν για εσένα.

Το μόνο που με παρηγορεί μέσα στον ανείπωτο πόνο και την θλίψη είναι ότι φεύγοντας από τα φθαρτά και εγκόσμια, πηγαίνεις εκεί ψηλά να συναντήσεις τον λατρεμένο σου πατέρα, τον παππού μου, τον καπετάν Γιάννη Μπαντουβά και την γιαγιά μου, την λατρεμένη σου μητέρα την κυρία Μαρία, αλλά και όλους εκείνους που έγραψαν στην αιωνιότητα, με τους αγώνες τους και την θυσία τους, το όνομα της Κρήτης με χρυσά γράμματα.

Γεννήθηκες και μεγάλωσες σε καιρούς χαλεπούς, εποχές μαύρες για ολόκληρο τον κόσμο, την πατρίδα μας και το νησί μας. Σε ηλικία μόλις επτά ετών, όταν τα άλλα παιδιά της ηλικίας σου έπαιζαν κυνηγητό και τυφλόμυγα, εσύ έπαιζες, κάθε μια μέρα, κάθε μια ώρα της ζωής σου κρυφτό με τον θάνατο, όπως και τα αδέλφια σου η Καίτη και ο Μανώλης.

Ήσουν 7 ετών όταν ο αρχισφαγέας των Ναζί Σούμπερτ, σε συνέλαβε και σε πέταξε σε ένα σκοτεινό κελί μαζί με άλλους μελλοθάνατους αγωνιστές στην μαρτυρική Αυγενική, για να σε στείλει στην Γερμανία λάφυρο του τρίτου Ράιχ αλλά κυρίως για να εκβιάσει τον πατέρα σου, τον Αρχηγό καπετάν Γιάννη Μπαντουβά να παραδοθεί. Δεν τα κατάφερε.

Και αφού υπέμεινες το ατελείωτο αυτό παιχνίδι με τον θάνατο και βγήκες νικητής από τα ερείπια του πολέμου, έμελλε να χαράξεις την δική σου φωτεινή, υπέρλαμπρη πορεία, στην μεταπολεμική Ελλάδα.

Τελείωσες με άριστα την Νομική σχολή της Αθήνας, αλλά η σκέψη σου, το μυαλό σου, η ψυχή και η καρδιά σου δεν χωρούσαν στο κουστούμι του νομικού, ήσουν ταγμένος, θα έλεγα νομοτελειακά πλασμένος να ακολουθήσεις τα κοινά, την πολιτική.

Ήσουν μόλις 24 χρονών, όταν σε κάλεσε δίπλα του ένας πολιτικός γίγαντας της Ελλάδας και της Κρήτης, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, γιός του Εθνάρχη μας Ελευθερίου Βενιζέλου, και σου ανέθεσε το πολιτικό του γραφείο. Και ήσουν μόλις 24 ετών.

Ούτε όμως η ύψιστη αυτή τιμή σε γέμιζε και σε πληρούσε. Μπολιασμένος από τους αγώνες του Έθνους, της Κρήτης και της οικογένειας σου, ξαναπήρες, με την θέληση σου και το πάθος σου αυτή τη φορά, τον δρόμο του βουνού για να δείξεις τον δρόμο της Ελευθερίας και της ανεξαρτησίας και στους κύπριους αδελφούς μας που πάλευαν απέναντι σε ένα άλλο θεριό της εποχής εκείνης, τους Άγγλους αποικιοκράτες κατακτητές. Εσύ ήσουν αυτός, που στο μετόχι της οικογένειας Μπαντουβά, στον αγαπημένο σου Βορρού εκπαίδευσες τους κύπριους φοιτητές και νεολαίους στο αντάρτικο και αυτοί με την σειρά τους επέστρεψαν στην άλλη μαρτυρική μεγαλόνησο που λάτρεψες, την Κύπρο, για να την καταστήσουν λεύτερη και ανεξάρτητη από την αγγλική μπότα.

Και όταν έγινε και αυτό, και μια ανάσα Δημοκρατίας και προόδου φύσηξε στην Ελλάδα με τον εκλογικό θρίαμβο του Γέρου της Δημοκρατίας Γεωργίου Παπανδρέου, ήρθε ξανά και πλάκωσε με μαύρο πέπλο τα πάντα η χούντα των συνταγματαρχών.

Και πάλι όμως, όπως είχες συνηθίσει όλη σου την ζωή πήρες ξανά τον δρόμο τον δύσκολο, τον κακοτράχαλο, τον ανηφορικό, τον δρόμο της αντίστασης και όχι του βολέματος.

Και έφυγες για τα ξένα, κυνηγημένος και διωκόμενος και πάλι, αυτή τη φορά όχι από την ξένη μπότα του ναζισμού και του φασισμού αλλά από τους ντόπιους εκφραστές της.

Και ξεκίνησες και πάλι τον αγώνα για ελευθερία και δημοκρατία πλάι στον εγγονό του Ελευθερίου Βενιζέλου, τον Νικήτα, και αργότερα στο πλάι του Ανδρέα Παπανδρέου και οργώνοντας ολόκληρη την Ευρώπη απ’ άκρη σ’ άκρη ξεσηκώνατε τους απανταχού Έλληνες κατά της χούντας, οργανώνατε κάθε μορφής αντίσταση κατά του καθεστώτος, όπως την απόπειρα κατάληψης στο Σαν Ραφαέλ της Γαλλίας των δύο ελληνικών αντιτορπιλικών μαζί με άλλους αγωνιστές. Το αποκορύφωμα όμως της δράσης σου ήταν η μεταφορά ενός πλοίου γεμάτου οπλισμό στην Κρήτη για τον εξοπλισμό των αντιδικτατορικών οργανώσεων στο νησί και την έναρξη ενός νέου ένοπλου αγώνα για την πτώση της δικτατορίας. Το σχέδιο αυτό δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, αλλά η χούντα των Αθηνών θέλησε να σου δώσει ένα μάθημα για αυτό, να σε εκβιάσει, να σε συνθλίψει και να σε κάνει να παραδοθείς, και σε χτύπησε εκεί που ήξερε πως πονούσες περισσότερο από κάθε τι άλλο: στην οικογένεια σου. Πρώτα συνέλαβε την αδελφή σου Καίτη Μπαντουβά, πετώντας την στα υπόγεια κελιά της Ασφάλειας της Νέας Ιωνίας και αργότερα φέρνοντας σιδηροδέσμιο από την Κρήτη στην Αθήνα και τον πατέρα σου, τον καπετάν Γιάννη για να ολοκληρώσουν τον εκβιασμό τους.

Και πάλι όμως εσύ επέλεξες τον δρόμο τον δύσκολο, δεν εκάμφθεις από τον εκβιασμό και συνέχισες τον αγώνα μέχρι τέλους και μέχρι τη νίκη του ελληνικού λαού και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.

Και μέσα από το έρεβος της χούντας και τις στάχτες που άφησε η τραγωδία της Κύπρου ανέτειλε ο ήλιος της μεταπολίτευσης, το φως της Δημοκρατίας. Και για εσένα, ο δρόμος μιας λαμπρής και αξιοθαύμαστης κοινοβουλευτικής πορείας και παρουσίας που σφράγισε χρονικά σχεδόν ολόκληρη την περίοδο αυτή.

Ταγμένος πάντοτε με πάθος και μαχητικότητα στην Δημοκρατική Παράταξη, πρώτα στην Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου-νέες Δυνάμεις και κατόπιν στο ΠΑΣΟΚ και στο πλευρό του αείμνηστου Ηγέτη μας Ανδρέα Παπανδρέου, κατέστης ένας από τους μακροβιότερους κοινοβουλευτικούς άνδρες της μεταπολιτευτικής Ελλάδος.

Ο ελληνικός λαός σε τίμησε για σχεδόν τρείς δεκαετίες με την ψήφο του εκλέγοντας σε από το 1974 έως το 2000 οκτώ φορές βουλευτή, από τις οποίες 7 ο λαός του Ηρακλείου και μια ο λαός της Αθήνας.

Το 1983 ο Ανδρέας Παπανδρέου σε κάλεσε δίπλα του ως ειδικό του Σύμβουλο μέχρι το 1985, και το 1986 ήρθε το αποκορύφωμα της πολιτικής σου σταδιοδρομίας αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών για μια διετία.

Ακόμα όμως και από την θέση του Βουλευτή η παρουσία σου στην Βουλή αλλά και έξω από αυτή ήταν πάντα έντονη, μαχητική, κρυστάλλινη: Τάχθηκες χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις στο πλευρό των αδυνάτων, των κατατρεγμένων και όσων αγωνίζονταν για ελευθερία και ανεξαρτησία όπως το κίνημα των παλαιστινίων του Γιασέρ Αραφάτ και αργότερα με το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των κούρδων, πάντοτε όμως το πρωταρχικό μέλημα των επιλογών σου ήταν τα εθνικά μας συμφέροντα, η Ελλάδα και η Κύπρος.

Δεν υπήρξε ούτε ένα μετερίζι από το οποίο να μην έδωσες τον αγώνα σου και να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, εθνικό, πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό, δεν υπήρξε ούτε ένα προσκλητήριο μεταπολεμικά στο οποίο να μη έδωσες το παρόν: στον απελευθερωτικό αγώνα για την ανεξαρτησία της Κύπρου, στον αγώνα της γενιάς του Ανένδοτου και του 114, στον αγώνα κατά της βασιλικής εκτροπής και των Ιουλιανών του 1965 και στον αγώνα κατά χούντας.

Και όταν η ενεργός πολιτική σου διαδρομή έφτασε στο τέλος της, το πρώτο πράγμα που έκανες ήταν να επιστρέψεις στις ρίζες σου, στον τόπο σου, στη γενέτειρα σου, τη Μεγάλη Βρύση και τον Βορρού. Εκεί για μια δεκαπενταετία βρήκες το λιμάνι σου, την γαλήνη σου.

Μάταια σε παίρναμε τηλέφωνο και σου λέγαμε ‘’μα τι κάνεις εκεί απομονωμένος, έλα στη Αθήνα, έλα για λίγες ημέρες και ξαναφεύγεις. Εσύ όμως είχες βρει την Ιθάκη σου, και μας ανταπαντούσες: ‘’εγώ σας περιμένω εδώ, στις ρίζες σας, στον τόπο σας, στο σπίτι σας, στους δικούς μας ανθρώπους’’.

Τα τελευταία χρόνια η φθορά του χρόνου σε είχε καταβάλει, δεν μπορούσες πια να ταξιδεύεις, σε είχαμε κοντά μας, δίπλα μας, μαζί μας, όμως το μυαλό,  η ψυχή και  η καρδιά σου ταξίδευε πάντα εκεί: στην Κρήτη. Κάθε φορά που βλεπόμασταν, κάθε μέρα που μιλούσαμε,  η αγωνία σου, η  ελπίδα, η προσδοκία και η προσμονή σου ήταν πότε θα πάμε στην Κρήτη, πότε θα πάμε στον Βορρού…

Και να λοιπόν που ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ήρθαμε όλοι μαζί στην Κρήτη, στο Ηράκλειο, στον τόπο που λάτρεψες και σε λάτρεψε, τον τόπο που τίμησες και σε τίμησε, στον τόπο που όπως πάντοτε μας έλεγες: είναι οι ρίζες μας.

Αγαπημένε μου θείε, σε λίγη ώρα από τώρα η κρητική γη θα ανοίξει την αγκαλιά της για να σε υποδεχθεί και να σε σκεπάσει, σε λίγη ώρα θα φύγει από κοντά μας η ύλη, το σώμα, το ανθρώπινο, το φθαρτό, αυτό όμως που δεν θα φύγει ποτέ από μέσα μας είναι η ανεξάντλητη αγάπη σου, η γλυκύτητα με την οποία μας περιέβαλες όλους, το ήθος σου, η εντιμότητα και η ακεραιότητα σου, οι αδιαπραγμάτευτες αξίες σου, οι οικογενειακές, πολιτικές, κοινωνικές και ανθρώπινες παρακαταθήκες σου, το θάρρος σου και η μαχητικότητα σου. Όλα αυτά θα μείνουν, μέσα μας, θα μας εμπνέουν και θα μας οδηγούν ως φάρος στο υπόλοιπο και της δικής μας πρόσκαιρης παρουσίας σε αυτή γη. Καλό ταξίδι θείε μου και καλό Παράδεισο.