Έκθεση Eurobank για την αγορά εργασίας: Με «αστερίσκους» η αύξηση της απασχόλησης - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Έκθεση Eurobank για την αγορά εργασίας: Με «αστερίσκους» η αύξηση της απασχόλησης

14 Μαρτίου 2025 -

Η νέα έκθεση της Eurobank για την αγορά εργασίας το 2024, αποτυπώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί, καθώς η ανεργία έχει μειωθεί σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στο 10,1% από 11,1 το 2023.

Παράλληλα όμως η ανάλυση του ερευνητή οικονομολόγου Κωνσταντίνου Πέππα, χτυπάει το «καμπανάκι», για μια σειρά στρεβλώσεις που ενδέχεται να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη.

Το πρώτο ανησυχητικό στοιχείο, που έχει εντοπίσει και η σχετική ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, είναι ότι  παρά την αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων, έχουν χαθεί περίπου 285.000 θέσεις εργασίας σε σχέση με την περίοδο πριν την κρίση. Η απώλεια αυτή φαίνεται να έχει  λάβει χαρακτηριστικά μονιμότητας και σύμφωνα με τη Eurobank συνδέεται με τη γήρανση του πληθυσμού και το brain-drain, τη μετακίνηση εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό.

Μάλιστα το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ εκτιμά τις απώλειες θέσεων εργασίας στις 305.000. Η πλειονότητα προέρχεται από τον δευτερογενή τομέα (264.000) ενώ πάνω από 75.000 θέσεις εργασίας έχουν χαθεί από τον πρωτογενή τομέα. Η μεταποίηση είναι εκείνη που έχει δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα – από το οποίο δεν φαίνεται να έχει ανακάμψει μέχρι σήμερα, αφού έχει χαθεί πάνω από μία στις τέσσερις θέσεις εργασίας. Η μερική κάλυψη των απωλειών από τους παραπάνω κλάδους προέρχεται αποκλειστικά από την αύξηση των θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών.

Η αύξηση της απασχόλησης βασίζεται σε κλάδους «χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εξειδίκευσης»

Απασχόληση «χαμηλής προστιθέμενης αξίας»

Το δεύτερο ανησυχητικό εύρημα, που εντοπίζει η Eurobank, είναι ότι η αύξηση της απασχόλησης εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό «σε κλάδους μη διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών ή/και σε κλάδους που είναι διεθνώς εμπορεύσιμοι αλλά σχετικά χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εξειδίκευσης».

Η παραπάνω διατύπωση είναι μια διαφορετική εκδοχή της ανάλυσης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, που κάνει λόγο για μονομερή ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών, εις βάρος των άλλων δύο κλάδων. Πλέον πάνω από το 73% των θέσεων εργασίας αφορά τις υπηρεσίες – έναντι 67% πριν την κρίση.

Ακόμα όμως και εντός του τομέα των υπηρεσιών, η ανάπτυξη είναι μονομερής, και προέρχεται κυρίως από κλάδους της εστίασης, των καταλυμάτων και του εμπορίου.

Το ποσοστό εκείνων που δουλεύουν μεν στις υπηρεσίες, αλλά σε τομείς υψηλής τεχνολογίας και έντασης γνώσης παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό (2,6% με στοιχεία του 2023).

Στα θετικά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι εντός του 2024 η μεγαλύτερη αύξηση της απασχόλησης, σε απόλυτα νούμερα, εμφανίζεται στις επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες – με επιπλέον 20.900 θέσεις εργασίας.

Ο ένας στους δύο νέους εκτός αγοράς εργασίας

Το τρίτο ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι παρά την αύξηση των απασχολούμενων, το ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ-27. Ο λόγος του εργατικού δυναμικού ως προς το γενικό πληθυσμό αγγίζει το 52,7%, το υψηλότερο ποσοστό από το 2010, όταν ανερχόταν στο 53,5%.

Ωστόσο το διάστημα αυτό ο πληθυσμός της Ελλάδας συρρικνώθηκε πάνω από 6% (στα 10,4 από 11,12 εκατ.), λόγω της μείωσης των γεννήσεων αλλά και της εξωτερικής μετανάστευσης.

Η συμμετοχή των γυναικών και των νέων στην αγορά εργασίας είναι ακόμα πιο χαμηλή, συγκριτικά με το εθνικό ποσοστό, στο 45,3% και 47,8% αντίστοιχα.

Αντίστοιχα, η ανεργία στις γυναίκες,  παραμένει σημαντικά υψηλότερη από ό,τι στους άντρες, στο 12,8% έναντι 8%.

Η ανεργία των νέων στις ηλικίες 20 με 24 ετών,  παραμένει υπερδιπλάσια της γενικής ανεργίας, στο 20,7% – μολονότι μειώθηκε με τη μεγαλύτερη ταχύτητα ανάμεσα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.

Υπενθυμίζεται ότι στα ποσοστά ανεργίας της ΕΛΣΤΑΤ δεν περιλαμβάνονται οι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ ως απασχολούμενοι λογίζονται και όσοι έχουν εργαστεί έστω και μία ώρα την εβδομάδα.

Για τον λόγο αυτόν καταγράφεται τεράστια απόκλιση ανάμεσα στα ποσοστά ανεργίας της ΕΛΣΤΑΤ και της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), με τη δεύτερη να ανεβάζει τα ποσοστά των ανέργων σε πάνω από 21%.

Oι εργαζόμενοι συνταξιούχοι υπερπενταπλασιάστηκαν το 2024

Εργαζόμενοι ετών 70

Διαχρονικά το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας παρουσιάζεται στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών, η οποία άλλωστε αποτελείται στην πλειονότητά της από συνταξιούχους. Η ανεργία στους άνω των 65 ετών μειώθηκε το 2024 στο 6%, από 7,3% το 2023. Το εύρημα αυτό πιθανόν συνδέεται και με την αύξηση των εργαζόμενων συνταξιούχων, που εκτιμάται ότι πλέον αγγίζουν τους 240.000, έναντι μόλις 36.000 το 2023.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση των καθηγητών Σάββα Ρομπόλη και Βασιλείου Μπέτση,  η συμμετοχή των ατόμων 65-74 ετών στο εργατικό δυναμικό είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και αγγίζει το 9,3%.  Στην ίδια ανάλυση επισημαίνεται, ότι από τη δεξαμενή των άνω των 65 ετών, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα περίπου 325.000 ατόμων, που δεν έχει ακόμα συνταξιοδοτηθεί και παραμένει στην αγορά εργασίας. Από αυτούς οι 290.000 ανήκουν στην «απασχολήσιμη» ομάδα των 65-74 ετών.

Εμφανίζεται έτσι το εξής παράδοξο, ενώ η ανεργία των νέων στην Ελλάδα είναι η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ (μετά την Ισπανία), οι πολιτικές απασχόλησης πριμοδοτούν την εργασία των συνταξιούχων και γενικότερα των ηλικιωμένων, αυξάνοντας τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.

Η ανεργία στους κατόχους μεταπτυχιακού και διδακτορικού αυξήθηκε το 2024, κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.,

Αυξήθηκε η ανεργία στους «υπερπροσοντούχους»

Ένα άλλο παράδοξο φαινόμενο έχει να κάνει με το εκπαιδευτικό επίπεδο. Η ισχυρότερη μείωση της ανεργίας εντοπίζεται στα άτομα με απολυτήριο Λυκείου και Γυμνασίου – στο 11,5% και 10,4% αντίστοιχα.

Στον αντίποδα αυξήθηκε η ανεργία στα άτομα με Διδακτορικό/Μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών, που όμως παρουσιάζουν διαχρονικά τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας.

Ενώ το 2023 μόλις το 4,9% των κατόχων μεταπτυχιακού και διδακτορικού καταγράφονταν ως άνεργοι, στο 2024 το ποσοστό τους ανέβηκε στο 6,2%.

Το εύρημα αυτό συνδέεται εν μέρει με τη διαπίστωση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, ότι οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα δυσκολεύονται περισσότερο να βρουν δουλειά, σε σύγκριση με τους ομολόγους τους από τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ. Μόλις το 66% των πτυχιούχων βρίσκουν δουλειά εντός τριών χρόνων μετά την αποφοίτησή τους, έναντι 85% στο μέσο όρο της ΕΕ.

Πηγή in.gr