Χριστίνα Σακαλή: «Προσπαθούν να λύσουν τη στεγαστική κρίση μέσα απ’ την αναθέρμανση της κτηματαγοράς» - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Χριστίνα Σακαλή: «Προσπαθούν να λύσουν τη στεγαστική κρίση μέσα απ’ την αναθέρμανση της κτηματαγοράς»

30 Ιανουαρίου 2025 -

 

Την οικονομική κρίση και την επακόλουθη κατάρρευση της κτηματαγοράς στην Ελλάδα, διαδέχθηκε μία εποχή στην οποία τα ακίνητα, συμπιεσμένα είτε από το «βάλτωμα» της αγοράς, είτε από τα πτωχευμένα νοικοκυρία που αδυνατούσαν να ξεπληρώσουν τα τραπεζικά τους δάνεια, μετατράπηκαν σε αυτό που αποκαλείται στην οικονομική αργκό «distressed assets» – κατά συνέπεια και σε επενδυτικές ευκαιρίες για όσους διαθέτουν τα αναγκαία κεφάλαια. Κάτι που έγινε γρήγορα αντιληπτό και φυσικά δεν έμεινε αναξιοποίητο από εγχώριους και ξένους επενδυτές.

Όπως δείχνει η έρευνα της δρ. Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας Χριστίνας Σακαλή που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα στο Κέντρο Έρευνας Ανθρωπιστικών Σπουδών στην Αθήνα, οι ευκαιρίες αυτές συνοδεύονται από και ανατροφοδοτούν συνεχώς την τάση χρηματιστικοποίησης της κατοικίας: την αντιστοίχιση δηλαδή των ακινήτων σε δάνεια και την τιτλοποίηση αυτών των δανείων που ανοίγει τον δρόμο σε ένα «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα των funds και των servicers.

Η Χριστίνα Σακαλή είναι διεπιστημονική ερευνήτρια και διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με ιδιαίτερο ερευνητικό ενδιαφέρον για τις ανισότητες και την επισφάλεια της πρόσβασης στην κατοικία, κυρίως όσον αφορά τους μηχανισμούς του χρέους. Έχει διδάξει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα, αλλά και στο University of Gloucestershire στο Ηνωμένο Βασίλειο και το Πανεπιστήμιο της Γάνδης στο Βέλγιο.

Μιλώντας στο in, η δρ. Σακαλή εξηγεί τους μηχανισμούς χρηματιστικοποίησης της κατοικίας, τις προνομιακές επενδυτικές ευκαιρίες που αυτή παρέχει, τη συμβολή του κράτους και των πολιτικών του στην κερδοφορία των επενδυτών και την ανάγκη μιας αλλαγής πλεύσης προς την κατεύθυνση της αποχρηματιστικοποίησης και αποεμπορευματοποίησης της κατοικίας.

 

Σε τι στάδιο βρίσκεται αυτή τη στιγμή η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας στην Ελλάδα και τι χαρακτηριστικά έχει;

Η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει. Είναι ένα φαινόμενο που ήρθε στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, όταν κορυφώθηκε το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, του μη εξυπηρετούμενου χρέους που το 2016-2017 έφτασε στο απόγειό του, αντιστοιχώντας περίπου στο 50% του συνολικού τραπεζικού δανεισμού στην Ελλάδα.

Από τότε και μετά υπάρχει μια οργανωμένη παρέμβαση από το κράτος να δημιουργήσει θεσμούς και υποδομές, οι οποίες ουσιαστικά ανοίγουν την είσοδο σε εταιρείες διαχείρισης επενδυτικών κεφαλαίων, τα investment funds που αποτελούν το λεγόμενο «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα. Να μπορέσουν δηλαδή να έρθουν στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες διεθνείς εταιρείες, να πάρουν από τις τράπεζες το πρόβλημα του κόκκινου χρέους και οι τράπεζες να το ξεφορτωθούν, χωρίς όμως και να απεμπλακούν. Γιατί και οι τράπεζες συμμετέχουν σε στρατηγικές συνεργασίες και επωφελούνται από αυτή την διαδικασία και τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας.

Άρα αυτό στο οποίο επωφελούνται από το «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα, είναι ότι στην πραγματικότητα καθίσταται πιο ευέλικτη η διαχείριση των των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Επωφελούνται με πάρα πολλούς τρόπους. Κατ’ αρχάς μπορούν να προσδοκούν σε πάρα πολύ υψηλές αποδόσεις και απόσπαση υπεραξιών από τα πακετα τιτλοποιημένων δανείων που αγοράζουν σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές, από το 5% μέχρι το 30% της αξίας τους, ενώ οι δανειολήπτες συνεχίζουν να χρωστούν το 100% της ονομαστικής τους αξίας, μαζί με τους τόκους που τα επιβαρύνουν.

Αυτό σημαίνει ότι το fund που αγοράζει αυτά τα πακέτα δανείων έχει δυνατότητα να βγάλει πάρα πολύ υψηλό κέρδος από τη διαφορά. Και οι τράπεζες, παρόλο που πωλούν αυτά τα πακέτα δανείων και τους τίτλους που βασίζονται στα δάνεια σε πάρα πολύ χαμηλές τιμές, δεν κάνουν τις ίδιες διευκολύνσεις στους δανειολήπτες. Κι αυτό δικαιολογείται με τη λογική ότι δεν πρέπει να υπάρξει ο λεγόμενος «ηθικός κίνδυνος»: αν κάνεις στον δανειολήπτη κούρεμα του χρέους της τάξης του 70%, δηλαδή στην τιμή που θα το πάρει το fund, αυτό ενθαρρύνει και άλλους δανειολήπτες να πάρουν δάνεια με στόχο να μην τα ξεπληρώσουν ποτέ.

Ο ηθικός κίνδυνος όμως που μπορεί κάποιος να πει ότι έχει μία λογική βάση, πάντα συζητιέται όσον αφορά τη σχέση με τον δανειολήπτη κι όχι με την τράπεζα που έδωσε πάρα πολλά δάνεια την εποχή πριν την κρίση, με στόχο φυσικά να κερδοφορήσει, χωρίς να την ενδιαφέρει αν θα δημιουργηθεί κάποιο κοινωνικό πρόβλημα μετά, αν οι άνθρωποι δεν έχουν να πληρώσουν τα δάνεια τους. Κανείς δεν αναφέρει ότι και εκεί υπάρχει ένας «ηθικός κίνδυνος».

Σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι ότι τα funds αποσκοπούν σε πάρα πολύ υψηλές αποδόσεις και φυσικά, αν τα ακίνητα με τα οποία είναι εξασφαλισμένα τα δάνεια, έχουν και υψηλή εμπορευσιμότητα, τότε τους ενδιαφέρει κυρίως να εκπλειστηριάσουν και να πάρουν το ακίνητο γιατί μπορούν να το αξιοποιήσουν με διάφορους τρόπους στη συνέχεια.

Οι πρακτικές οι οποίες ακολουθούνται στην εγχώρια αγορά ομοιάζουν με άλλες χώρες ή υπάρχουν ιδιαιτερότητες;

Σε κάθε χώρα έχει στηθεί ένα λίγο διαφορετικό οικοσύστημα θεσμών, πρακτικών και παικτών. Υπάρχουν κοινά στοιχεία, υπάρχουν όμως και διαφορές. Σε κάποιες άλλες χώρες, παραδείγματος χάριν, έχουν δημιουργηθεί οι λεγόμενες bad banks, οι κακές τράπεζες που απορροφούν το χρέος.

Εδώ στην Ελλάδα δεν το είδαμε αυτό. Εδώ είδαμε τα funds να αγοράζουν τα δάνεια. Επίσης είδαμε και το σχέδιο «Ηρακλής» – είναι κι αυτό μια ιδιαιτερότητα όπου το δημόσιο δίνει εγγυήσεις για να τιτλοποιηθούν τα δάνεια και αυτοί οι τίτλοι να προσφερθούν σε άλλους επενδυτές στη δευτερογενή αγορά. Δηλαδή, πέρα από το fund που αγοράζει το δάνειο και τους τίτλους, στη συνέχεια πουλάει αυτούς τους τίτλους σε τρίτους επενδυτές, οι οποίοι και αυτοί προσδοκούν σε υψηλές αποδόσεις από τους τίτλους που αγοράζουν και το Δημόσιο, το κράτος εγγυάται τους τίτλους υψηλής διαβάθμισης.

Που σημαίνει ότι αν για κάποιο λόγο η τράπεζα ή το fund που εκδίδει αυτούς τους τίτλους κάποια στιγμή δεν μπορεί να προσφέρει τις αποδόσεις στον τρίτο επενδυτή που τους έχει αγοράσει, είναι υποχρεωμένο το κράτος να αποζημιώσει τον επενδυτή.

Παραδοσιακά το real estate θεωρούνταν ένας επενδυτικός τομέας αργών και άρα σχετικά χαμηλών αποδόσεων. Η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας πώς το αλλάζει αυτό; Το έχει επιταχύνει τόσο πολύ ώστε να εξηγείται το επενδυτικό ενδιαφέρον που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια;

Ουσιαστικά, με τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας δημιουργούνται ευκαιρίες για την κυκλοφορία του κεφαλαίου και επενδυτικές ευκαιρίες διαφόρων ειδών πέρα από το ακίνητο αυτό καθεαυτό. Το ακίνητο δηλαδή είναι η βάση, γιατί το ακίνητο δεν μπορεί να κυκλοφορήσει εύκολα και γρήγορα. Ενώ με το να χρησιμοποιείς τα δάνεια ή και τα ίδια τα ακίνητα για να δημιουργήσεις τίτλους, δημιουργείς πάρα πολλές επενδυτικές ευκαιρίες. Η βάση όμως είναι το δάνειο και το ακίνητο που είναι υποθηκευμένο στο δάνειο.

Ένας άλλος τρόπος επίσης είναι οι λεγόμενες εταιρείες επένδυσης σε ακίνητη περιουσία, οι ΑΕΕΑΠ στην Ελλάδα – στα αγγλικά το ακρωνύμιο είναι REITs, είναι μια νομική μορφή που υπάρχει σε πολλές χώρες. Αυτές οι εταιρείες έχουν στην ιδιοκτησία τους ακίνητα τα οποία στη συνέχεια τα εκμισθώνουν. Είναι δηλαδή εταιρικοί εκμισθωτές ιδιοκτήτες και οι μετοχές τους βρίσκονται στο χρηματιστήριο, τις οποίες μπορεί να τις αγοράσει ένας επενδυτής. Κάποιος δηλαδή που δεν θέλει να αγοράσει ένα ολόκληρο ακίνητο ο ίδιος, αγοράζει είτε τιτλοποιημένα δάνεια που είναι εξασφαλισμένα με ακίνητα, είτε μετοχές εταιρειών που έχουν στην ιδιοκτησία τους ακίνητα και τα εκμισθώνουν προσφέροντας αποδόσεις σε ενδιαφερόμενους επενδυτές.

Πότε αρχίζουν να βλέπουν οι επενδυτές ένα προνομιακό πεδίο στην κατάσταση που διαμορφώνεται με τα ακίνητα μέσα στην ελληνική κρίση;

Η κρίση έπαιξε πάρα πολύ σημαντικό ρόλο με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι ότι υποτιμήθηκαν πάρα πολύ τα περιουσιακά στοιχεία: τα δάνεια κοκκίνισαν, τα ακίνητα έχασαν πάρα πολύ την αξία τους και έπεσαν οι τιμές τους κατά τη διάρκεια της κρίσης. Οπότε αυτό πάντα δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες για ανθρώπους που έχουν τα χρήματα και το κεφάλαιο να διαθέσουν, αγοράζοντας πολύ φθηνά και προσδοκώντας στο μέλλον, με τη βοήθεια πολιτικών επιλογών που θα έχουν αυτή τη στόχευση, την αναθέρμανση των αγορών την κατάλληλη στιγμή

Βλέπουμε ότι και η κυβέρνηση ουσιαστικά αυτό κάνει. Δηλαδή προσπαθεί να λύσει τη στεγαστική κρίση μέσω της αναθέρμανσης της κτηματαγοράς. Τα προγράμματα όπως το «Σπίτι Μου» ή το «Ανακαινίζω-Νοικιάζω» έχουν αυτή τη στόχευση.

Μέσα από την αναθέρμανση λοιπόν της κτηματαγοράς και την επακόλουθη αύξηση τόσο των τιμών ακινήτων όσο και των ενοικίων, ένας επενδυτής θα αγοράσει μεγάλο όγκο ακινήτων και όχι ένα μεμονωμένο ακίνητο όπως ένας μικρός ιδιώτης, καθώς ενδιαφέρεται για τις οικονομίες κλίμακας. Θα έρθει να πάρει φθηνά πολλά ακίνητα ή κτίρια ολόκληρα, ώστε να τα αξιοποιήσει μελλοντικά, είτε μεταπουλώντας τα σε υψηλότερες τιμές, είτε εκμισθώνοντας τα σε υποψήφιους ενοικιαστές σε μια αγορά ενοικίων που οι τιμές τους συνεχώς αυξάνονται.

Ο δεύτερος τρόπος κατά τον οποίο έπαιξε ρόλο η κρίση είναι ότι μέσω της φτωχοποίησης των νοικοκυριών, πάρα πολύς κόσμος βρέθηκε σε θέση να μην μπορεί να διατηρήσει την ιδιοκτησία του, είτε πρόκειται για πρώτη κατοικία, είτε για κάποια δευτερεύουσα κατοικία και αναγκάστηκε να την πουλήσει, ή είχε κάποιο συνδεδεμένο δάνειο με αυτή την κατοικία το οποίο δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει πλέον και το δάνειο πέρασε στο fund και τώρα μπορεί να βρίσκεται σε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και να χάσει την περιουσία του.

Αυτές οι δύο εξελίξεις, δηλαδή το γεγονός ότι από τη μια τα νοικοκυριά φτωχοποιήθηκαν και περνάμε σε μια εποχή «μεταϊδιοκτησίας» και από την άλλη ότι δημιουργήθηκαν ευκαιρίες για υψηλές αποδόσεις σε επενδυτές που είχαν το κεφάλαιο, έθεσαν τις βάσεις για τη χρηματιστικοποίηση της κατοικίας.

Ποια θα ήταν μια άλλη πολιτική την οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει μια κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει τη στεγαστική κρίση;

Είναι πάρα πολύ σημαντικό κατ’ αρχάς να δημιουργηθούν πλαίσια προστασίας απευθείας για τους πληττόμενους τους ίδιους. Το ένα είναι να υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα παροχής και πρόσβασης στην κατοικία, πέρα από την αγορά και την κατοικία σαν εμπόρευμα και ειδικά την κατοικία σαν επενδυτικό προϊόν. Να υπάρξει παροχή κοινωνικής κατοικίας με φορείς που θα μπορούσε να είναι είτε το κράτος, είτε οι δήμοι, είτε ακόμα και οι συνεταιρισμοί, ή άλλοι κρατικοί φορείς. Να περάσουμε δηλαδή σε μια διαφορετική λογική παροχής και πρόσβασης στην κατοικία.

Και το άλλο είναι η προστασία των δανειοληπτών με θεσμοθετημένη την προστασία της πρώτης κατοικίας, αλλά ιδίως των ενοικιαστών που είναι η ομάδα που πλήττεται περισσότερο. Γι’ αυτό βλέπουμε τώρα και πρωτοβουλίες συλλόγων ενοικιαστών που διεκδικούν το πλαίσιο προστασίας που δεν υπάρχει. Αυτή τη στιγμή οι ενοικιαστές στην Ελλάδα προστατεύονται μόνο για τα 3 πρώτα χρόνια της σύμβασης και μετά από τα 3 πρώτα χρόνια ο ιδιοκτήτης μπορεί να ζητήσει ότι θέλει σε ενοίκιο ή να διώξει τον ενοικιαστή και να βάλει κάποιον άλλον. Δεν υπάρχει δηλαδή προστασία πέραν των τριών ετών που είναι πάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Υπάρχει μόνο ένα επίδομα ενοικίου, το οποίο όμως είναι μηδαμινό μπροστά στο τεράστιο πρόβλημα που υπάρχει και το οποίο επιδεινώνεται.

Η χρηματιστικοποίηση έχει οδηγήσει και στην αλλαγή της δομής της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα; Βλέπουμε δηλαδή το φαινόμενο που εμφανίζεται σε άλλες χώρες, όπου το μεγαλύτερο μέρος του ακινήτων αρχίζει πια να περνάει στα χέρια των εταιρειών;

Αυτό είναι κάτι που βλέπουμε να εκτυλίσσεται πολύ σταδιακά στην Ελλάδα. Δεν έχει γίνει αυτή η μαζική υφαρπαγή που έγινε στην Ισπανία, για παράδειγμα, που βλέπαμε και σκηνές από τις εξώσεις. Γίνεται, όμως μ’ έναν τρόπο λίγο πιο σταδιακό, νομίζω επειδή περάσαμε και από διάφορες κρίσεις. Ήταν και η πανδημία στη μέση, όπου η κυβέρνηση αναγκάστηκε παρέχει κάποια προστασία.

Όμως οι πλειστηριασμοί, για παράδειγμα, έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 2021-2022 και μετά, δηλαδή από όταν τελειώσουν και τα μέτρα προστασίας που ίσχυαν κατά τη διάρκεια των lockdowns. Η αλλαγή του πτωχευτικού νόμου που κατήργησε την προστασία πρώτης κατοικίας, επίσης έπαιξε έναν ρόλο.

Και πολλές φορές επίσης, όταν κάποιος χάνει το σπίτι του, μπορεί να γίνεται με τρόπο που δεν είναι εμφανής στην κοινή γνώμη. Εκτός και αν κάπως πάρει διαστάσεις και γίνει γνωστό κυρίως σε περιπτώσεις ευάλωτων δανειοληπτών αν πάνε κινήματα μπροστά στο σπίτι ή σε κάποιο fund ή servicer και κάνουν κάποια διαμαρτυρία.

Kατά τ’ άλλα υπάρχουν περιπτώσεις που δεν τις μαθαίνουμε ποτέ. Γιατί οι άνθρωποι μπορεί να παραχωρούν τα σπίτια τους. Μπορεί πριν βγουν σε πλειστηριασμό αυτά τα σπίτια, να γίνεται μια συνεννόηση με τον servicer που είναι ο διαχειριστής των δανείων που απέκτησε το fund, προκειμένου ο δανειολήπτης να δώσει το σπίτι του και μετά να του γίνει μια ας πούμε καλύτερη διαχείριση του εναπομείναντος δανείου. Μια εθελούσια δηλαδή παραχώρηση του ακινήτου του για να ξεχρεώσει. Δεν υπάρχουν και στοιχεία και είναι λίγο δύσκολο να γνωρίζουμε ακριβώς σε ποια φάση βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα.

Από την άλλη βλέπουμε και πάρα πολλούς μικρότερους παίκτες, όπως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, όπου εκεί αγοράζουν κυρίως κτιριακό απόθεμα που προηγουμένως είχε εμπορικές και βιοτεχνικές χρήσεις. Δεν ήταν δηλαδή κατοικίες, οπότε θεωρητικά μπορεί να πει κανείς ότι δεν χάνει κάποιος το σπίτι του. Από την άλλη όμως δημιουργούνται κατοικίες οι οποίες προσφέρονται στη συνέχεια με πολύ υψηλά ενοίκια.

Αυτό γίνεται πολύ σταδιακά. Δεν γίνεται όπως σε άλλες χώρες που μπορεί να ήρθε η Blackstone και να πήρε ολόκληρα κτίρια.

Όμως στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης αυτή τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον 2.000 διαμερίσματα τα οποία ανήκουν σε εταιρείες και νοικιάζονται με ενοίκια πάρα πολύ υψηλά, που είναι αδύνατο για έναν εργαζόμενο, άνθρωπο ή μέσο φοιτητή να ανταποκριθεί. Έτσι, και πάλι βρισκόμαστε σε μία κατάσταση που η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας ουσιαστικά δημιουργεί αδυναμία πρόσβασης στη στέγη.

Υπάρχουν δηλαδή διάφοροι τρόποι με τους οποίους η χρηματιστικοποίηση της κατοικίας έχει επιπτώσεις στην πρόσβαση στην κατοικία και όχι μόνο όταν περνάνε τα σπίτια από τα χέρια των ιδιοκτητών ή των δανειοληπτών στα funds. Οι ενοικιαστές και οι υπερχρεωμένοι δανειολήπτες πλήττονται με διαφορετικούς τρόπους, αλλά τα προβλήματα αυτά συνδέονται μεταξύ τους.

Πάρα πολλοί εκφράζουν τον φόβο (ή και την ελπίδα) ότι η αγορά ακινήτων θα οδηγηθεί σε φούσκα. Έχουμε κάποια ένδειξη από την εγχώρια ή τη διεθνή εμπειρία για κάτι τέτοιο;

Μα υπάρχει ήδη φούσκα! Έχουν αυξηθεί πάρα πολύ οι τιμές των ακινήτων και των ενοικίων. Έχουμε φύγει από την εποχή της κρίσης που είχαν πέσει πάρα πολύ αξίες και ήταν υποτιμημένα πάρα πολύ τα περιουσιακά στοιχεία, τόσο τα ακίνητα όσο και τα δάνεια. Πλέον βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι τιμές ανεβαίνουν. Και έχουν ανέβει σημαντικά σε σχέση με την εποχή εκείνη. Αυτό όμως είναι κάτι κατασκευασμένο, η αγορά δεν λειτουργεί από μόνη της. Τίποτα δεν συμβαίνει από μόνο του. Υπάρχουν πολύ στοχευμένες παρεμβάσεις από το κράτος που το δημιουργούν.

Όμως αυτό που συζητιέται συνήθως είναι αν η φούσκα αυτή θα σκάσει ή όχι. Και το θέμα είναι ότι μια φούσκα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα σκάσει και μετά θα έχουμε το ανάποδο και ουσιαστικά θα μπορούμε να αγοράσουμε φθηνά σπίτια, ή τα ενοίκια θα πέσουν σε λογικές τιμές. Αυτό δεν είναι ούτε απαραίτητο, ούτε δεδομένο. Γιατί η αναθέρμανση της αγοράς ακινήτων μπορεί να υποστηριχθεί με διάφορους τρόπους μέσω πολιτικών που δημιουργούν αυτή τη φούσκα.

Και αν δεν προχωρήσουμε σε μια λογική της αποχρηματιστικοποίησης και της αποεμπορευματοποίησης, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτή η φούσκα θα σκάσει. Γιατί όλοι αυτοί οι επενδυτές προσδοκούν υψηλές αποδόσεις στα ακίνητα τα οποία έχουν αγοράσει. Δεν θα το επιτρέψουν και αυτοί που διαμορφώνουν τις πολιτικές. Από τη στιγμή που δημιούργησαν αυτό το οικοσύστημα για να κερδοσκοπήσουν κάποια funds δεν μπορούν να το πάρουν τώρα πίσω.

Τώρα, για παράδειγμα έχουμε κι άλλες τέτοιες πολιτικές, όπως το «Σπίτι μου 2». Για τις κυβερνήσεις, η αναθέρμανση της κτηματαγοράς είναι ένας τρόπος να δημιουργήσουν μια επίπλαστη οικονομική ανάπτυξη. Είναι προς όφελος της κάθε κυβέρνησης να λέει και να δείχνει ότι υπάρχει μια οικονομική ανάπτυξη. Το θέμα είναι όμως ποιος κερδίζει από αυτήν την οικονομική ανάπτυξη, ποιος πλήττεται, ποιος χάνει, ποιος κερδίζει προσωρινά, ποιος κερδίζει περισσότερο. Αυτά είναι τα ερωτήματα.

Πηγή in.gr