Άνθρωποι και Τοπία της Κρήτης – «Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού»
Ο Νικόλαος Πολίτης [Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1852 και πέθανε το 1921] συστηματοποίησε το έργο της λαογραφίας, ώστε να καλύπτει όλο το φάσμα των εκδηλώσεων του παραδοσιακού βίου: μνημεία λόγου (τραγούδια, παροιμίες, ευχές, διηγήσεις κ.α.), κοινωνική οργάνωση, καθημερινή ζωή (ενδυμασία, τροφή, κατοικία), επαγγελματικό βίο (γεωργικό, ποιμενικό, ναυτικό), θρησκευτική ζωή, δίκαιο, λαϊκή φιλοσοφία και ιατρική, μαγεία και δεισιδαιμονικές συνήθειες, λαϊκή τέχνη, χορός και μουσική. Η ενθάρρυνση της μελέτης της παραδοσιακής ζωής αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη θεματική και την τεχνοτροπία των ποιητών της Γενιάς του 1880 και των εκπροσώπων της ηθογραφικής πεζογραφίας.
Στην Κρήτη υπάρχουν τόσες πολλές παραδόσεις αλλά και θρύλοι που κατέγραψε ο μεγάλος λαογράφος και αξίζει τον κόπο να τις αναθιβάλουμε…
Ο Νεραϊδόσπηλος, από την επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου της Κρήτης
Λίγο παρακάτω από τους Κάτω Αστρακούς είναι ο Νεραϊδόσπηλος από αυτό το σπήλιο βγαίνει αρκετό νερό, καθαρό και κρύο. Εκεί είναι οι νεράιδες και όταν λούζονται βγαίνουν τα νερά θολά και κάθε οκτώ – δέκα χρόνια στερεύει λίγο και ύστερα βγαίνουν μαζί με το νερό πορτοκάλια με πορτοκαλόφυλλα.
Ένας χωριάτης από το Σγουροκεφάλι έπαιζε τη λύρα πολύ ωραία και τον έπαιρναν στο σπήλιο οι Νεράιδες και τους διασκέδαζε. Αυτός αγάπησε μια από τις Νεράιδες και για να γιατρέψει τον έρωτά του πήγε σε μια γριά του χωριού του και της εξομολογήθηκε το πάθος του. Και αυτή τον ορμήνεψε πως τη στιγμή που κοντεύουν να φωνάξουν οι πετεινοί, να αρπάξει την αγαπητικιά του από τα μαλλιά και να την κρατεί καλά αυτή μπορεί να μεταμορφωθεί σε διάφορα ζώα, αλλά να μην δειλιάσει και να την βαστά ώσπου να φωνάξουν οι πετεινοί.
Έτσι λοιπόν πήγε ο νέος όπου συνήθιζε, τον πήραν οιΝεράιδες και τον έφεραν στο σπήλιο και εκεί άρχισε καθώς άλλοτε να παίζει τη λύρα και αυτές να χορεύουν. Άμα όμως πλησίαζε η ώρα που θα έκραζαν οι πετεινοί, χύνεται και αρπά την αγαπητικιά του από τα μαλλιά.Αυτή η άρχισε ευθύς να γίνεται πότε σκύλος, ποτέ φίδι, πότε γκαμήλα και πότε φωτιά, αλλά ο νέος εις όλα αυτά δεν δείλιασε και την κράτησε όσο που άκουσε τους πετεινούς να φωνάζουν και οι άλλες Νεράιδες έγιναν άφαντες. Τότε και η αγαπητικιά του έγινε όπως πρώτα νέα και όμορφη και τον ακολούθησε στο χωριό του. Έζησε μαζί του ένα χρόνο του γέννησε και ένα γιο, δεν έβγαλε όμως ποτέ ούτε γρυ.
Αυτή η βουβαμάρα της η παράξενη κι ανυπόφορη τον εβίασε πάλι να πάγει στην ίδια γριά και να της πει τον πόνο του. Και η γριά τον ορμήνεψε να ανάψει καλά ένα φούρνο, να πάρει το παιδί τους στα χέρια και να πει στη Νεράιδα.«Δεν θέλεις να μιλήσεις να κι εγώ όπως καύγω το παιδί σου» και εκεί που θα το λέγει να καμωθεί πως θα το ρίξει το παιδί στο φούρνο. Εκείνος έκαμε καταπώς τον ορμήνεψε η γριά. Και η Νεράιδα, καθώς τ’ άκουσε, του φώναξε:«Μη σκύλε, το παιδί μου!» και αμέσως στη στιγμή τ’ άρπαξε και έγινε άφαντη από τα μάτια του.
Οι άλλες Νεράιδες όμως δεν τήν δέχτηκαν στη συντροφιά τους, γιατί είχε καμωμένο παιδί. Και έτσι αναγκάστηκε και κατοίκησε σε μια βρύση που τη λένε Λούτρα, κοντά στο Νεραϊδόσπηλο. Και τη βλέπουν δύο – τρεις φορές το χρόνο εκεί που κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της. Και τις άλλες Νεράιδες συχνά τις ακούν να χορεύουν και να τραγουδούν στο Νεραϊδόσπηλο, χωρίς όμως να έχουν πλιο λύρα.
Ο λυράρης, κάτω Μεσαρά της Κρήτης
Όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα, πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι κι εκεί χαράζει κάτω στη γης με μαυρομάνικο μαχαίρι ένα γύρο, και μπαίνει μέσα και κάθεται και παίζει. Σε λίγο έρχονται απ’ ολούθες Νεράιδες και τον τριγυρνούν. Ο σκοπός των δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Μα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο που είναι χαραγμένος με μαυρομάνικο μαχαίρι κοιτάζουν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν όξω. Και του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δύο τσακίσματα μα κείνος αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά και εξακολουθεί να παίζει ατάραχα τη λύρα.
«Μα δεν την ξέρεις», του λένε, σαν ιδούν πως παν τα πλανέματά τους στα χαμένα «τι την παίζεις και χάνεις κόπο;».«Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω», τους αποκρίνεται ο λυράρης.«Τι σας εγνοιάζει;»«Μπα τίποτε», του λεν,«μόνο αν θέλεις, σε μαθαίνουμε να παίζεις λύρα μια φορά, λύρα που να χορεύγουνε κι οι πέτρες».Και τον παρακαλούν να βγει από τον γύρο.Κείνος δεν τις ακούει ύστερα από πολλά του ζητούν μόνο τη λύρα.Ο λυράρης τη δίνει, μόνο φυλάγεται να μη βγάλει όξω από το γύρο το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί ζουγλαίνεται ή κόβεται. Παίρνει τότε μια Νεράιδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές με πολλή τέχνη και του τη δίνει ύστερα πάλι με δυσαρέσκεια και του λέει:«Πάρε την εσύ δεν μας πιστεύεις. Να βγεις έξω και εμείς θα σου μάθουμε».
Μόνο ο λυράρης, τίποτες, δεν ακούει και αρχίζει πάλι να παίζει τη λύρα του άτεχνα. Οι Νεράιδες που θέλουν κάτι να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο με τη λύρα, για να γελαστεί καμιά φορά να βγάλει παραέξω το χέρι του. Στο τέλος όταν κράξει ο πετεινός, για να μην τις βρει η ημέρα, του ζητούν να τους δώσει ένα ό,τι και αν είναι, για να τον μάθουν. Κι εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δαχτύλι και το κόβουν αμέσως οι Νεράιδες. Όμως δεν τον γελούν, παρά σε λίγη στιγμή τον μαθαίνουν να παίζει σαν και αυτές και ύστερα χάνονται.
Για εκείνο ένας καλός λυράρης, άμα τον παινούν πως έχει καλές κοντυλιές, λέγει καμιά φορά:«Αμ’ ίντα θαρρείτε;Εγώ τη λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι».
Ο Νικόλαος Πολίτης είναι ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας και μας τονίζει στα γραπτά του κείμενα την σπουδαιότητα της παράδοσης. Ο κάθε τόπος έχει τις δικές του παραδόσεις και είναι πάρα πολλές όπως και οι θρύλοι.
Οι σύντομες διηγήσεις [παραδόσεις] αφορούν πραγματικούς τόπους, ανθρώπους και γεγονότα εν αντιθέσει με τη μυθοπλασία. Οφείλουμε λοιπόν, όπως εκείνος μας δίδαξε μέσω του πολύτιμου έργου του, να τις «ξεσκονίζουμε» με προσοχή από το χρονοντούλαπο της ιστορίας και να τις βγάζουμε στο φως για τις επόμενες γενιές.
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]