Άνθρωποι και Τοπία της Κρήτης – Ας ταξιδέψουμε σε βουλιαγμένους τόπους στην Ελλάδα, στην Κρήτη κι ας μιλήσουμε για τους ανδρειωμένους του χθες!
Οι Παραδόσεις του Νικολάου Πολίτη είναι από τα σπουδαιότερα έργα του θεμελιωτή της Λαογραφίας στην Ελλάδα, εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1904 υπό την αιγίδα της Βιβλιοθήκης Μαρασλή.Πρόκειται για έργο το οποίο περιλαμβάνει δημώδεις ελληνικές παραδόσεις από ολόκληρο τον ελλαδικό και τον ελληνόφωνο χώρο.
Ας ξεναγηθούμε σε τόπους βουλιαγμένους στην Ελλάδα κατά πως τους καταγράφει ή πένα του μεγάλου και σπουδαίου λαογράφου μας ΝίκουΠολίτη ας πάμε στην ΚωπαΐδαΒοιωτία.
Μια φορά τον παλαιό καιρό η Κωπαΐδα λίμνη ήταν κάμπος στεγνός, γιατί τα νερά όλα χωνεύονταν στις καταβόθρες. Όλον αυτό τον κάμπο τον όριζε ένας γέρος βασιλιάς. Είχε αναρίθμητα κοπάδια και διακόσια μεγάλα χωριά, που ήταν εκεί όπου σήμερα είναι βάλτοι με καλαμιώνες και το χειμώνα νερά. Όταν αισθάνθηκε πως πλησίαζε το τέλος του, μοίρασε όλο του το βιός στους δυο του γιους. Στον έδωκε τα χωράφια, στον άλλο τα κοπάδια.
Με τον καιρό συνέβη να πλακώσει πολλή παγωνιά και χιόνια και ψόφησαν όλα τα ζωντανά. Το ένα βασιλόπουλο εφτώχυνε και πήγε στον αδερφό του τον πλούσιο να του δώσει ένα μικρό μέρος από τα πλούτη του. Εκείνος όμως φάνηκε πολύ σκληρός και τον έδιωξε.Ο βοσκός σκέφτηκε τότε να τον εκδικηθεί για την κακία του και πηγαίνει και βουλώνει κρυφά τις καταβόθρες. Και όταν το χειμώνα άρχισαν οι βροχές, δεν έβρισκαν τα νερά δρόμο να φύγουν και η λίμνη όλο και ξεχείλισε και έπνιξε όλα τα μεγάλα εκείνα χωριά.
Ας πάμε τώρα στην Άρτα ή λίμνη Οζερό
Πίσω από το χωριό Ποδογόρα της Λάκκας του Συλιού κοντά στους μύλους της Τσιρόπολης, είναι μια μικρή μα βαθιά λίμνη, που δεν μπορεί να μπει κανείς σ’ αυτή, γιατί έχει μάτι και όποιος μπει τον τραβάει.Γι αυτή λένε πως ήταν παλαιά μεγάλο χωριό που το έλεγαν Βαλτίτσα κι εβούλιαξε, γιατί του οργίστηκε ο Θεός.
Σ’ αυτό το χωριό κατοικούσαν δυο αδελφές, η μια πλούσια, η άλλη πολύ φτωχή και είχαν καθεμιά τους από δυο παιδιά. Η φτωχή δούλευε στην πλούσια και ζούσε και αυτή και τα παιδιά της με τα πλύματα του σκαφιδιού.
Ό, τι περίσσευε στο σκαφίδι που ζύμωνε, το ‘κανεπίτα, το ‘ψενε και το ‘τρωγαν. Τα παιδιά της πλούσιας, που έτρωγαν πάντα καθάριο ψωμί και πλούσια φαγητά και είχαν όλα τα καλά τους,ήσαν αδύνατα και κακοτυχισμένα και της φτωχιάς όλο δυνάμωναν και μεγάλωναν.Η πλούσια εφτονούσε για αυτό την αδερφή της και μια μέρα τη ρώτησε πώς γίνεται τα δικά της παιδιά που καλοτρώγουν να είναι αρρωστιάρικα και εκεινής, που δεν έχουν να φάνε να είναι εύρωστα και γερά.Και όταν έμαθε πως τα τρέφει από τα πλύματα τους σκαφιδιού, την εμπόδισε να τοματακάμει.
Η καημένη η φτωχιάέμεινετρεις μέρες νηστική, γιατί κανείς άλλος στο χωριό δεν της έδινε τίποτα και πήγε να πεθάνει από την πείνα κι αυτή και τα παιδιά της.Στο ύστερο, για να ξεγελάσει την πείνα τους, πήρε σβουνιά και την έπλασε σαν καρβέλι και την έβαλε στη φωτιά να ψηθεί. Εκεί να σου και έρχεται ένας άγγελος Κυρίου και παρουσιάζεται σ’ αυτήν σαν άνθρωπος και της ζητά ένα κομμάτι ψωμί, αυτή αναγκάστηκε τότε να του πει πως δεν έχει ψωμί και πως εκείνο που είναι στη φωτιά είναι σβουνιά. «Δεν πειράζει»της λέει εκείνος «δώσε μου από αυτό που έχεις».Πήγε να το βγάλει από τη φωτιά και βλέπει πως η σβουνιά γίνεται ψωμί καθάριο εκάθησαν λοιπόν να φάνε. Στο φαΐ επάνω λέει πάλι ο άγγελος «σύρε να μου φέρεις και λίγο κρασί από το βαρέλι». Η γυναίκα που είδε αυτό που έγινε με το ψωμί δεν αντιμίλησε να πει πως δεν έχει κρασί μόνο έτρεξε αμέσως στο βαρέλι και αληθινά ενώ ήξερε πως ήταν ξερό το βρήκε γεμάτο κρασί.
Παίρνει τότε τα παιδιά της και πέφτει στα πόδια του ξένου και του ‘κανε μετάνοιες και του φιλούσε τα χέρια…«Ωραία τότε»της λέγει ο ξένος «πάρε αυτό το ψωμί και το κρασί και έβγα αμέσως με τα παιδιά σου από τα σύνορα του χωριού.Γιατί μ’ έστειλε ο Θεός να το εξολοθρέψω να το βουλιάξω και να το κάμω λίμνη».
Η γυναίκα άμα τ’ άκουσε αυτά έφριξε, κι άρχισε τα κλάματα, της είπε όμως ο άγγελος να μην κλαίει, μόνο να πάρει τα παιδιά της και να φύγει στη στιγμή και ό,τι κι αν ακούσει πίσω της να μη γυρίσει να δει.Εκείνη όμως με όσα κι αν της έκανε η αδερφή της, την πονούσε και γύρισε το πρόσωπο να φωνάξει και αυτή και τους άλλους συγγενείς της, να γλιτώσουν. Αλλά για την παρακοή της εμαρμάρωσε με τα παιδιά της και είναι ακόμη έτσι, λίγο παραπάνω από τη λίμνη, το ‘να παιδί της το ‘χει στο νώμο και τ άλλο το κρατεί από το χέρι.
Για τους βασιλιάδες και τους αντρειωμένους όπως τα έχει καταγράψει ο σπουδαίος λαογράφος Νικόλαος Πολίτης…
«Του Διγενή το μνήμα»
Χανιά
Ο Διγενής ήτονε ανδρειωμένος που ποτέ δεν ενικήθη τον βοηθούσε όμως ο τόπος του, όπου τις περισσότερες φορές πολεμούσε, γιατί ήταν πολύ δυνατός και γι αυτό και οι οχτροί του τού έλεγαν
Βουηθά σ’ ο τόπος Διγενή και βγαίνεις κερδεμένος.
Και σ’ αυτόν τον τόπο τον έθαψαν και είναι απάνου από του Νερουκούρου, εκεί που το λένε του Διγενή το μνήμα, ή το Καρατίδι.
Και ηπεταλιά τ’ αλόγου του Διγενή, Σητεία
Ο Διγενής καβάλα στ’ άλογο του μια φορά επήδησε από την μια άκρη στην άλλη της ρεματιάς που ‘ναι κοντά στην Τουρλωτή. Και στο μέρος που πάτησε τ’ άλογο του φαίνεται σε μια πλάκα η πεταλιά του.
Και για τους Σαραντάπηχους στις ανατολικές υπώρειες της Ίδης αναφέρει..
Στον Ψηλορείτη και τα ριζοβούνια του Ψηλορείτη πρώτοι εκατοίκησαν οι Σαραντάπηχοι, που ήσαν ψηλοί, πολύ ψηλοί και δυνατοί. Όταν έγινε κατακλυσμός, ανέβηκαν στην κορφή του Ψηλορείτη για να μην πνιγούν. Ψηλοί κι αυτοί, ψηλό και το βουνό δεν έφτανε το νερό να τους κουκουλώσει. Πολλές ημέρες εστέκαν εκεί ορθοί, με το νερό ως το λαιμό και από τη λάσπη βγήκαν σκουλήκια κάτω από τις πατούσες τους, που δεν τους άφηναν ησυχία. Κει που έσκυφταν για να τα πιάσουν, γλιστρούσαν κι έπεφταν και επνίγονταν, γιατί δεν μπορούσαν να σηκωθούν πάλι, θέλεις από το βάρος τους το πολύ, θέλεις γιατί έσπαζε η ραχοκοκαλιά τους.
Μια φορά ήτονε ένας Σαραντάπηχος κι επετούσε ένα μεγάλο βράχο από τη λαγκάδα που ‘ναι αντίκρυ στη Βιάννο, ως ένα ορισμένο μέρος πολύ μακριά. Πολλές φορές το ‘ριξε το λιθάρι κι επέτυχε και μια φορά που δεν μπορούσε να φτάσει ως αυτό το μέρος έσκασε από το κακό του. Το απαλέτι του είναι ως τα τώρα στη μέση του βουνού Γυψά.
Το Σαραντάπηχο αυτόν τον έθαψαν στο μέρος που το λεν «του Σαραντάπηχου το μνήμα» κι είναι ένας όχτος πο ’χει μάκρος καμιά σαρανταριά βήματα. Κοντά στο λιμάνι της Σητείας είναι θαμμένος ένας Σαραντάπηχος και γι’ αυτό και το μέρος εκείνο το λένε «Σαραντάπηχο».
Οι χίλιες δεκατρείς αυτές παραδόσεις ξεκινούν από παλιές ιστορίες της αρχαιότητας και εκτείνονται στη μυθική Πόλη. Μιλούν για τόπους πραγματικούς μα και στοιχειωμένους, για πολιτείες βουλιαγμένες, για βασιλιάδες και βασιλοπούλες, για τους αρχαίους θεούς και τους ήρωες αλλά και για τον Χριστό και τους αγίους της Ορθοδοξίας…
Εύα Καπελλάκη – Κοντού[ Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]