Μοριακό τεστ ούρων ξεχωρίζει τους επικίνδυνους όγκους του προστάτη
Ένα νέο τεστ ούρων που διερευνά 18 γονίδια για τον καρκίνο του προστάτη, υπόσχεται μεγαλύτερη ακρίβεια στη διάγνωση, σε σύγκριση με τα υπάρχοντα διαγνωστικά τεστ βιοδεικτών για τη νόσο.
Ταυτόχρονα, η χρήση του νέου αυτού τεστ στην κλινική πράξη θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τις περιττές βιοψίες, διατηρώντας παράλληλα την εξαιρετικά ευαίσθητη ανίχνευση καρκίνων υψηλού βαθμού.
Μελέτη που ανέδειξε το παραπάνω πλεονέκτημα, εκτιμά ότι η χρήση αυτού του νέου τεστ βιοδεικτών καρκίνου του προστάτη, σε ασθενείς με αυξημένα επίπεδα PSA, θα μπορούσε να μειώσει την επιβάρυνση από τον προσυμπτωματικό έλεγχο του καρκίνου του προστάτη, διατηρώντας τα μακροπρόθεσμα οφέλη του.
Το 35-51% των βιοψιών θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA, πραγματοποιήθηκε από ερευνητές των Πανεπιστημίων Βάντερμπιλτ του Τεννεσί, Ανν Άρμπορ του Μίσιγκαν, Τζονς Χόπκινς του Μέριλαντ, Φάινμπεγκ του Σικάγο, Έμορι της Ατλάντα κ. ά.
Οι ερευνητές έκαναν αλληλούχιση του RNA σε 58.724 γονίδια και αναγνώρισαν 54 δείκτες για καρκίνο του προστάτη, μεταξύ των οποίων και 17 δείκτες για σοβαρούς καρκίνους, υψηλού βαθμού κακοήθειας. Στη συνέχεια προτυποποίησαν την έκφραση των γονιδίων και κλινικές παραμέτρους στο τεστ ούρων, σε συνδυασμό με και χωρίς τον όγκο του προστάτη. Τα μοντέλα που προέκυψαν από την τυποποίηση, αξιολογήθηκαν από μια προοπτική ομαδοποιημένη μελέτη του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των ΗΠΑ. Τα στοιχεία που συλλέχθηκαν και αφορούσαν τα έτη 2008-2020 αναλύθηκαν από τον Νοέμβριο του 2022 και για 12 μήνες.
Σε αυτή τη διαγνωστική μελέτη που συμπεριέλαβε 761 άνδρες στην ομάδα ανάπτυξης και 743 άνδρες στην ομάδα επικύρωσης, ταυτοποιήθηκαν νέα ειδικά γονίδια για τον καρκίνο και για τον καρκίνο υψηλού βαθμού. Τα γονίδια που βρέθηκαν, προέκυψαν από δεδομένα αλληλούχισης RNA και μοντελοποιήθηκαν για τη δημιουργία ενός τεστ 18 γονιδίων για την αναγνώριση του καρκίνου του προστάτη υψηλού βαθμού, με ευαισθησία 95%.
Στην ομάδα ανάπτυξης του τεστ μετείχαν 761 άνδρες μέσης ηλικίας 63 ετών και διάμεσο επίπεδο PSA στο 5,6 ng/mL – από 4,6 μέχρι 7,2 ng/mL. Στην ομάδα επικύρωσης μετείχαν 743 άνδρες μέσης ηλικίας 62 ετών και διάμεσο επίπεδο PSA 5,6 ng/mL – από 4,1-8 ng/mL.
Στη ομάδα επικύρωσης, 151 (20,3%) είχαν υψηλού βαθμού καρκίνο στη βιοψία.
Όπως διαπιστώθηκε, θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί αχρείαστες βιοψίες κατά 11% με τη χρήση μόνο του PSA, κατά 20% με τη χρήση του δείκτη κινδύνου πρόληψης, 27% από τη χρήση του μοντέλου 2 γονιδίων και 17% από τη χρήση του μοντέλου τριών γονιδίων, 37% χωρίς τον συνυπολογισμό του όγκου του προστάτη και 41% με συνυπολογισμό του όγκου του προστάτη. Το σημαντικό ήταν η ευαισθησία 99% του τεστ σε καρκίνους βαθμού 2, που ετοιμάζονταν να δώσουν μετάσταση.
Συνολικά, οι ειδικοί εκτίμησαν ότι το 35-51% των βιοψιών θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εφόσον ένα τέτοιο τεστ εφαρμοζόταν στην καθημερινή κλινική πρακτική.
Η ανάδειξη της ανάγκης για ένα τέτοιο τεστ, προέρχεται από το γεγονός ότι μόνη της η εξέταση βάσει του PSA οδηγεί σε βιοψίες που δεν χρειάζονται και οδηγούν σε πρόσθετες διαγνώσεις και παρεμβατικές μεθόδους (βιοψίες), ακόμη και για χαμηλού βαθμού ή αργά εξελισσόμενους καρκίνους. Αυτή η κατηγορία ασθενών, αντί για τη βιοψία, θα μπορούσε να έχει διαγνωστεί με μαγνητική τομογραφία πολλαπλών παραμέτρων και μέτρηση βιοδεικτών πριν οδηγηθούν στο χειρουργείο για βιοψία.
Έτσι οι ερευνητές αναζητούν μια σύγχρονη πρακτική που θα εστιάζει στους υψηλού κινδύνου καρκίνους, μειώνοντας τον υπερβολικό αριθμό διαγνώσεων που συνήθως αφορούν χαμηλού κινδύνου περιστατικά. Τονίζουν επίσης, ότι διαγνωστικά μέσα που χρησιμοποιούν μόνο 2-3 βιοδείκτες δεν μπορούν να δείξουν την πολλαπλότητα των μοριακών διαδρομών που ακολουθεί μια θανατηφόρος μορφή της νόσου.