Οι εχθροί της ελιάς – Ρυγχίτης, δάκος, ακάρεα και ξυλοφάγα αλλάζουν το τοπίο της ελαιοκαλλιέργειας - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Οι εχθροί της ελιάς – Ρυγχίτης, δάκος, ακάρεα και ξυλοφάγα αλλάζουν το τοπίο της ελαιοκαλλιέργειας

12 Δεκεμβρίου 2025 - /

της Εύας Νιργιανάκη… 

Η ελαιοκομική περίοδος στην Μεσαρά αποκαλύπτει σήμερα ένα τοπίο που μεταβάλλεται με ρυθμούς ταχύτερους από ποτέ. Η κλιματική κρίση, οι ξηροθερμικές συνθήκες, οι νέοι εντομολογικοί εχθροί, οι πιέσεις της παγκόσμιας αγοράς και οι μεταβολές στην διαχείριση της καλλιέργειας διαμορφώνουν ένα σκηνικό που δοκιμάζει όλο και πιο πολύ τους παραγωγούς. Η ελιά, σύμβολο της κρητικής γης, μπορεί να συνεχίσει να ανθίζει, αλλά μόνο αν η καλλιέργεια αντιμετωπιστεί με γνώση, επαγγελματισμό και σωστή στρατηγική.

Ο γεωπόνος και τεχνικός σύμβουλος, κ. Γιώργος Χριστοφοράκης σκιαγραφεί την πραγματικότητα που βιώνουν οι ελαιώνες της Μεσαράς, εξηγώντας αναλυτικά τα προβλήματα και τις προοπτικές που διαγράφονται για τα επόμενα χρόνια στην περιοχή.

Στην Μεσαρά οι κλασικές μυκητολογικές ασθένειες της ελιάς δεν αποτελούν οξύ πυρήνα των προβλημάτων, καθώς οι υψηλές θερμοκρασίες και η υγρασία περιορίζουν σημαντικά την εξάπλωσή τους. Για παράδειγμα το κυκλοκόνιο, που αλλού αποτελεί σημαντική απειλή, στην Μεσαρά εμφανίζεται περιορισμένα, ενώ η τοπική ποικιλία «Κορωνέικη» παρουσιάζει ιδιαίτερη ανθεκτικότητα. Με έναν χαλκούχο ψεκασμό, μετά την συγκομιδή και έναν την άνοιξη, το πρόβλημα συνήθως εξουδετερώνεται. Άλλες ασθένειες, όπως το γλοιοσπόριο και η ασθένειες του καρπού, ουσιαστικά απουσιάζουν από την περιοχή, ενώ δευτερογενείς μύκητες αναπτύσσονται μόνο όταν υπάρχει έντονη προσβολή από τον δάκο.

Το μεγάλο μέτωπο όμως βρίσκεται στους εντομολογικούς εχθρούς. Οι ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία έτη, σε συνδυασμό με την κατάργηση πολλών φυτοφαρμάκων, έχουν προκαλέσει εκρηκτική αύξηση σε πληθυσμούς εντόμων, που παλαιότερα δεν απασχολούσαν ιδιαίτερα τους ελαιοπαραγωγούς. Τα ακάρεα της ελιάς παρουσιάζουν έντονη έξαρση, κυρίως σε νεαρά δέντρα έως επτά ετών, με αποτέλεσμα ακόμη και την ολική ξήρανση των νέων βλαστών. «Έχω δει νεαρά δέντρα μέχρι 6–7 ετών να χάνουν εντελώς τη νέα τους βλάστηση. Το βρέξιμο θειάφι είναι αποτελεσματικό, αλλά πρέπει να εφαρμόζεται την κατάλληλη στιγμή», τονίζει ο Γιώργος Χριστοφοράκης. Η αντιμετώπιση πρέπει να γίνεται έγκαιρα και σε σωστές θερμοκρασίες, δηλαδή πάνω από 20°C για δράση, κάτω από 30°C για αποφυγή εγκαυμάτων.

Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η ραγδαία επέκταση του ρυγχίτη. Το έντομο αυτό, που άλλοτε καταπολεμούνταν έμμεσα, μέσω των ψεκασμών για πυρηνοτρήτη και δάκο, σήμερα, εξαιτίας του περιορισμού αρκετών δραστικών ουσιών, έχει μετατραπεί σε έναν από τους σημαντικότερους εχθρούς της ελιάς. «Παλιά ο ρυγχίτης «χτυπιόταν» έμμεσα από τους ψεκασμούς που κάναμε για άλλα έντομα. Τώρα που αυτά τα φάρμακα καταργήθηκαν, το έντομο εξαπλώνεται ευκολότερα». Προκαλεί τρύπες στον καρπό αμέσως μετά το δέσιμο, οδηγώντας σε καρπόπτωση που πλέον υπερβαίνει συχνά το 15–20%, ενώ έχουν καταγραφεί ελαιώνες, ακόμα και με ολοκληρωτική απώλεια καρπού. Ο ψεκασμός με καολίνη βοηθά μόνο προληπτικά, μειώνοντας τη δραστηριότητα του εντόμου, αλλά δεν αποτελεί θεραπεία. Επιπλέον, ο ρυγχίτης έχει διετή κύκλο, γεγονός που σημαίνει ότι μια προσβεβλημένη χρονιά προαναγγέλλει, τις περισσότερες φορές με βεβαιότητα,  μια δύσκολη επόμενη.

Τα ξυλοφάγα έντομα, φλοιοτρίβης και φλοιοφάγος αποτελούν μια ακόμη σοβαρή απειλή. Η έλλειψη νερού και η εξασθένηση των δέντρων κάνουν την ελιά να «μοιάζει» με ξηρό ξύλο στα μάτια των εντόμων αυτών, οδηγώντας σε ωοτοκία μέσα στον κορμό και εν τέλει σε ξήρανση ολόκληρων δέντρων. Έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις, όπου περισσότερα από τα μισά δέντρα ενός παρατημένου ελαιώνα έχουν νεκρωθεί. «Με τη συνεχή ξηρασία, το δέντρο εξασθενεί και το έντομο το θεωρεί ξερό. Έχω δει ελαιώνες όπου από τα 100 δέντρα τα 60 ήταν νεκρά λόγω ξυλοφάγων», σημειώνει ο κ. Χριστοφοράκης. Η πρόληψη σε αυτή την περίπτωση ταυτίζεται με την καλή καλλιεργητική πρακτική, «Αν δεν υπάρξει μια πιο επαγγελματική προσέγγιση στην καλλιέργεια των ελαιώνων και στο παραγόμενο προϊόν, ώστε οι άνθρωποι να πράττουν τα δέοντα, πιστεύω ότι θα υπάρχει αύξηση των πληθυσμών των συγκεκριμένων εντόμων και ενδεχομένως να χαθούν ολόκληροι ελαιώνες τα επόμενα 4-5 χρόνια. Η πρόληψη σε αυτή την περίπτωση ταυτίζεται με την καλή καλλιεργητική πρακτική, συστηματικά ποτίσματα, σωστό κλάδεμα, θρέψη και παρακολούθηση».

Ο εχθρός του δάκου και η «λευκή γενιά»

Στο προσκήνιο, ωστόσο, παραμένει ο δάκος της ελιάς, ο διαχρονικός εχθρός της κρητικής ελαιοκαλλιέργειας. Παρά το γεγονός, ότι το καλοκαίρι η Μεσαρά χαρακτηρίζεται από τις υψηλές θερμοκρασίες και τη χαμηλή υγρασία που περιορίζουν δραστικά την επιβίωση του εντόμου, το φθινόπωρο ωστόσο η εικόνα αλλάζει ραγδαία. Όπως σημειώνει ο κ. Χριστοφοράκης, «Μέσα σε λίγες εβδομάδες του Οκτωβρίου, όταν πέφτουν οι θερμοκρασίες και αυξάνεται η υγρασία, οι πληθυσμοί του δάκου εκτοξεύονται. Παραγωγοί που βλέπουν καθαρούς καρπούς τον Σεπτέμβριο συχνά βρίσκονται αντιμέτωποι με πλήρη υποβάθμιση ποιότητας τον Νοέμβριο, με λάδια ακόμη και 1,5 οξύτητας. Ο κρίσιμος μήνας για αποτελεσματική αντιμετώπιση είναι ο Μάιος με Ιούνιο, όταν εμφανίζεται η λεγόμενη «λευκή γενιά». Αν σε αυτό το στάδιο δεν γίνουν οι αναγκαίες επεμβάσεις, η φθινοπωρινή έκρηξη πληθυσμών γίνεται αναπόφευκτη. Συχνά όμως οι ψεκασμοί καθυστερούν ή αναβάλλονται λόγω υψηλών θερμοκρασιών, αφήνοντας το παράθυρο δράσης να χαθεί».

Ο χρόνος συγκομιδής αποτελεί επίσης κρίσιμο παράγοντα για την ποιότητα του ελαιολάδου. Σύμφωνα με διεθνείς και ελληνικές μελέτες που επικαλείται ο γεωπόνος, η ελιά φτάνει στη μέγιστη ελαιοπεριεκτικότητα περίπου 185 ημέρες μετά την άνθηση, δηλαδή περί τα μέσα Νοεμβρίου στην Κρήτη συνηθέστερα. Παρ’ όλα αυτά, στη Μεσαρά επικρατεί η νοοτροπία της όψιμης συγκομιδής, συχνά έως και τον Δεκέμβριο ή και τον Ιανουάριο. Η πρακτική αυτή, όχι μόνο αυξάνει δραματικά τον κίνδυνο προσβολών από έντομα ,αλλά και υποβαθμίζει την ποιότητα του ελαιολάδου, ενώ ο μύθος ότι «βγαίνει περισσότερο λάδι» όσο πιο αργά μαζέψουν τις ελιές καταρρίπτεται, η ελιά δεν αποκτά περισσότερο λάδι τον χειμώνα, απλώς χάνει υγρασία και ζυγίζει λιγότερο, δημιουργώντας την λανθασμένη εντύπωση μεγαλύτερης απόδοσης, υποβαθμίζοντας ουσιαστικά το τελικό προϊόν.

Σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα χάνει πλέον τον ανταγωνισμό της ποσότητας. Χώρες όπως η Τυνησία, το Μαρόκο και η Τουρκία έχουν επενδύσει σε εκτεταμένες φυτεύσεις τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα κάθε χρόνο νέες εκτάσεις να μπαίνουν στην παραγωγή και να καλύπτουν μεγάλο μέρος της διεθνούς αγοράς. Τα ευρωπαϊκά τυποποιητήρια μπορούν πλέον εύκολα να βρουν μεγάλους όγκους φθηνού ελαιολάδου, χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνεπώς δεν ενδιαφέρονται να προμηθευτούν μέτριας ποιότητας λάδι από την Ελλάδα. Το μόνο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, όπως επισημαίνει ο γεωπόνος, είναι η υψηλή ποιότητα ΠΓΕ και αυτή πρέπει να προστατευθεί.

Κεντρικό ρόλο σε όλα αυτά διαδραματίζει η σχέση παραγωγού–γεωπόνου. Ο κ. Χριστοφοράκης, τονίζει, ότι η παροχή επιστημονικής καθοδήγησης δεν μπορεί να περιορίζεται σε συμβουλές πίσω από το γραφείο. Ο ελαιώνας χρειάζεται συνεχή παρακολούθηση, κάθε χωράφι πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή περίπτωση, και ο γεωπόνος πρέπει να επισκέπτεται το κτήμα, να βλέπει τις ιδιαιτερότητες και να προσαρμόζει τις οδηγίες. Σε άλλες χώρες οι παραγωγοί πληρώνουν για αυτή την υπηρεσία και έτσι εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα παραγωγής και ποιότητας. Στην Ελλάδα, η νοοτροπία ότι οι συμβουλές «προσφέρονται» δωρεάν υπονομεύει την καλλιέργεια και το προϊόν.

Το μεγαλύτερο όμως στοίχημα αφορά το μέλλον. Η επόμενη πενταετία ή δεκαετία θα είναι καθοριστική για την ελαιοκαλλιέργεια της Μεσαράς. Η μείωση των βροχοπτώσεων, η αύξηση των αναγκών άρδευσης και η επιμήκυνση της ξηρής περιόδου, που πλέον φτάνει έως και δέκα μήνες τον χρόνο, θα επιβαρύνουν δραματικά τους υδατικούς πόρους. Η περιοχή κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ελλείψεις νερού ανάλογες με αυτές που σήμερα βιώνουν άλλες περιοχές της Κρήτης, όπου η γεωργία και τα θερμοκήπια ανταγωνίζονται για βασικά αποθέματα νερού. Απαιτούνται έργα υποδομής, όπως φράγματα και σύγχρονα δίκτυα άρδευσης, αλλά και μια οργανωμένη στρατηγική πολιτείας για την στήριξη της ελαιοκομίας.

Αν δεν υπάρξει έγκαιρη αντίδραση, όπως επισημαίνει ο Γιώργος Χριστοφοράκης, ο ελαιώνας της Μεσαράς κινδυνεύει να υποστεί σοβαρές απώλειες και να χάσει την δυναμική του. Το μέλλον της περιοχής θα εξαρτηθεί από τη συνεργασία παραγωγών, επιστημόνων και πολιτείας, από την υιοθέτηση σύγχρονων πρακτικών και από την προσήλωση στην ποιότητα.