Επιστήμονες ζητάνε αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, αλλά με τρόπο
Δεδομένου ότι τα περισσότερα ευρωπαϊκά συστήματα διανεμητικής χρηματοδότησης σχεδιάστηκαν σε εποχές με εντελώς διαφορετικά δημογραφικά δεδομένα, πολλοί επιστήμονες θεωρούν αναγκαίο να προσαρμοστούν ώστε να αντανακλούν τη σημερινή πραγματικότητα. Αλλά, πως θα γίνει αυτό;
Κάθε συζήτηση για προσαρμογή της ηλικίας συνταξιοδότησης συναντά χιλιάδες εξοργισμένους διαδηλωτές που βγαίνουν στους δρόμους ευρωπαϊκών πόλεων, από τη Μαδρίτη και το Παρίσι μέχρι και τις Βρυξέλλες.
Στη Γαλλία, η μεταρρύθμιση προέβλεπε αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64. Η Δανία ενέκρινε ήδη την αύξησή της στα 70 έως το 2040.
Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι Χαβιέ Ντίαζ Χιμένεθ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Ναβάρα, και Τζούλιαν Ντίας-Σααβέδρα επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδα, οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό αποτυγχάνουν επειδή η πολιτική υπερισχύει της οικονομικής λογικής.
«Οι δημογραφικές μεταβάσεις είναι προβλέψιμες, το κόστος τους είναι μετρήσιμο και τα πολιτικά εργαλεία για την αντιμετώπιση των συνεπειών τους υπάρχουν ήδη. Ωστόσο, οι μεταρρυθμίσεις καταρρέουν όταν συγκρούονται με τα εκλογικά κίνητρα και τη δυσπιστία της κοινής γνώμης» λένε σε ανάλυσή τους στο The Conversation.
Πώς, λοιπόν μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτά τα προβλήματα; Οι δύο ειδικοί λένε πως αντί να δίνουμε προσοχή μόνο στην ηλικία συνταξιοδότησης, προτείνουν μια «πολυδιάστατη προσέγγιση» που να αφορά τόσο τις δαπάνες όσο και τις εισφορές και να αποζημιώνει όσους πλήττονται αρχικά από τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτόματες προσαρμογές και εφάπαξ αποζημιώσεις
Ερευνώντας την περίπτωση της Ισπανίας, οι ειδικοί κατέληξαν σε συμπεράσματα που μπορούν να ισχύουν και για πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Μέρος της λύσης, όπως υπογραμμίζουν, είναι να ενσωματωθούν νέοι μηχανισμοί αυτόματης προσαρμογής, δηλαδή κανόνων που προσαρμόζουν τις συντάξεις σύμφωνα με τις μεταβαλλόμενες οικονομικές και δημογραφικές πραγματικότητες. «Αυτοί οι μηχανισμοί καθιστούν τα συνταξιοδοτικά συστήματα πιο προβλέψιμα και αξιόπιστα και μειώνουν την εξάρτησή τους από διαδοχικές, αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις που συνοδεύονται από πολιτικές δυσκολίες» σημειώνουν.
Στη συνέχεια προοτείνουν να αποζημιώνονται οι εργαζόμενοι και συνταξιούχοι που υφίστανται το κύριο βάρος των περικοπών στις συντάξεις, όπως για παράδειγμα μέσω μιας εφάπαξ μεταβίβασης ρευστών περιουσιακών στοιχείων από το κράτος προς τα νοικοκυριά.
Μπορεί μια τέτοια λύση να μεγαλώνει πιθανότατα το δημόσιο χρέος, γιατί απαιτεί κρατική χρηματοδότηση, αλλά όπως σημειώνουν οι δύο επιστήμονες, πολλές φορές, μεταρρυθμίσεις που επιβάλλονται χωρίς καμία προσπάθεια αποζημίωσης όσων χάνουν, τελικά ανατρέπονται.
«Οι μεγαλύτερης ηλικίας ψηφοφόροι που πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση -και γίνονται ολοένα και περισσότεροι-θα μπλοκάρουν κάθε προσπάθεια περικοπής των παροχών τους, εκτός αν κατανοήσουν ότι θα αποζημιωθούν για τις απώλειές τους».
Τα πέντε σημεία κλειδιά της μεταρρύθμισης
Για να λειτουργήσουν στην πράξη οι μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, πρέπει να βασίζονται σε πέντε στοιχεία:
Εισαγωγή ενός παράγοντα βιωσιμότητας που θα προσαρμόζει το ύψος της αρχικής σύνταξης στο προσδόκιμο ζωής της γενιάς του εργαζομένου που συνταξιοδοτείται. «Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι όσοι αποχωρούν νωρίτερα θα λαμβάνουν χαμηλότερη σύνταξη, επειδή είναι πιθανό να την εισπράττουν για περισσότερα χρόνια. Αυτό δημιουργεί κίνητρο για τους εργαζόμενους να παρατείνουν τον εργασιακό τους βίο» λένε.
Δεύτερον να υιοθετηθεί ένας κανόνας αυτόματης προσαρμογής που θα επικαιροποιεί τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα και/ή τις συντάξεις, ώστε να διασφαλίζεται η χρηματοοικονομική βιωσιμότητα του συστήματος. «Σήμερα, πολλά συστήματα αναπροσαρμόζουν τις συντάξεις με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή» υπογραμμίζουν, προσθέτοντας όμως ότι αυτό «δεν είναι βιώσιμο, καθώς μειώνει το ποσοστό αναπλήρωσης της σύνταξης, δηλαδή τον λόγο του μισθού πριν από τη συνταξιοδότηση προς το συνταξιοδοτικό εισόδημα». Αυτό, μάλιστα προσθέτουν ισχύει ιδίως σε ένα περιβάλλον χαμηλής ή και μηδενικής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, όπως στην Ισπανία.
Τρίτον να υπολογιστούν οι συντάξεις βάσει των εισφορών που καταβλήθηκαν σε ολόκληρο τον εργασιακό βίο των εργαζομένων που συνταξιοδοτούνται, και όχι μόνο στα τελευταία 25 χρόνια ή σε κάποιο άλλο περιορισμένο χρονικό διάστημα. Η αγνόηση των πρώτων ετών εργασίας τείνει να ευνοεί τους υψηλόμισθους και να υποχρηματοδοτεί το σύστημα συνολικά.
Τέταρτον προτείνουν την κατάργηση των ανώτατων ορίων στις εισφορές επί της μισθοδοσίας, αλλά διατήρηση των ανώτατων ορίων στις συντάξεις, ώστε οι υψηλόμισθοι να καταβάλλουν περισσότερα στο σύστημα χωρίς να λαμβάνουν αντίστοιχα υψηλότερες συντάξεις.
Πέμπτον, να παρέχεται εφάπαξ αποζημίωση στους εργαζόμενους και συνταξιούχους που ζημιώνονται από αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να χρηματοδοτηθούν μέσω δημόσιου χρέους. Αυτό το μεταβατικό στοιχείο, σημειώνουν, διευκολύνει μια δίκαιη μετάβαση και αποτρέπει την κοινωνική απόρριψη που συχνά οδηγεί σε αποτυχία τις μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού.
Οι κυβερνήσεις πρέπει να εξηγήσουν με σαφήνεια
Οι δύο ειδικοί είναι πεπεισμένοι πως αν συνδυαστούν αυτά τα μέτρα όχι μόνο βελτιώνουν τη χρηματοοικονομική βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων μειώνοντας τις μελλοντικές δαπάνες για συντάξεις, αλλά ενθαρρύνουν και την ιδιωτική αποταμίευση και προωθούν την παράταση του εργασιακού βίου. «Αν οι μεταρρυθμίσεις ανακοινωθούν αρκετά νωρίς, το κόστος της μετάβασης μπορεί να είναι χαμηλότερο, καθώς τα νοικοκυριά θα έχουν περισσότερο περιθώριο να προσαρμόσουν την κατανάλωση, την αποταμίευση και τις επιλογές τους σχετικά με τη συνταξιοδότηση» υπογραμμίζουν.
Βέβαια, αναγνωρίζουν ότι θα υπάρξουν αντιδράσεις, γι αυτό και προειδοποιούν ότι θα πρέπει οι κυβερνήσεις να τα εξηγήσουν με σαφήνεια και να προετοιμαστούν για την αντίδραση της κοινής γνώμης. Θα πρέπει επίσης να καταστήσουν σαφές ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις, θα είναι αναπόφευκτες σημαντικές αυξήσεις της φορολογίας.
Η εναλλακτική, όμως, είναι χειρότερη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, η Ισπανία θα έπρεπε να αυξήσει τον μέσο συντελεστή του ΦΠΑ κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, από 16% σε 25%, προκειμένου να συγκεντρώσει επαρκή έσοδα ώστε να διατηρήσει επ’ αόριστον το σημερινό σύστημα. Καθυστερώντας τις αντιδημοφιλείς αποφάσεις για τις συντάξεις, οι πολιτικοί προετοιμάζουν για τον εαυτό τους ακόμη πιο αντιδημοφιλείς αυξήσεις φόρων στο μέλλον.
Πηγή in.gr



