Φωτεινή Μαρκουτσάκη-Κτιστάκη: Μια γυναίκα που υπηρετεί την ιερή τέχνη της ψαλτικής και έχει αφιερώσει τη ζωή της στον πολιτισμό, στην παράδοση και στην πνευματική ανάταση του τόπου μας
Μια γυναίκα που υπηρετεί την ιερή τέχνη της ψαλτικής και έχει αφιερώσει τη ζωή της στον πολιτισμό, στην παράδοση και στην πνευματική ανάταση του τόπου μας…
1ο μέρος
Η Φωτεινή Μαρκουτσάκη – Κτιστάκη είναι ενεργή φωνή στο χώρο της Βυζαντινής – εκκλησιαστικής μουσικής στην Κρήτη, γνωστή για τη συμμετοχή της σε τοπικές χορωδίες και για δημόσιες εμφανίσεις σε ραδιοφωνικές και βίντεο, εμφανίσεις όπου παρουσιάζει την παράδοση της βυζαντινής ψαλτικής.
Είναι μέλος και συνεργάτιδα σε χορωδίες Βυζαντινής μουσικής στην Κρήτη, ενεργό στέλεχος της τοπικής ψαλτικής σκηνής και φυσικά Γραμματέας της Βυζαντινής Χορωδίας Κρήτης.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα μεγάλο χωριό της Μεσαράς, στη Βαγιωνιά Δήμου Γόρτυνας, από γονείς αγρότες. Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο έδωσε εξετάσεις (έτσι γινόταν τότε) και πέρασε στο γυμνάσιο της Πόμπιας. Στα 2 τελευταία χρόνια των γυμνασιακών σπουδών ξεκίνησε τα Ιταλικά για σπουδές στην Ιταλία. Δυστυχώς, παραμονές πριν την αναχώρησή της για το εξωτερικό προέκυψε ένα τραγικό γεγονός στην οικογένειά της και έτσι το όνειρο έμεινε ανεκπλήρωτο: ένα τροχαίο έκοψε το νήμα της ζωής του αγαπημένου της αδελφού την ημέρα της ειδικότητας του στην ιατρική, 32 ετών, στα δημιουργικά του χρόνια.
Η Φωτεινή έζησε σε μια πατριαρχική οικογένεια όπου την οργάνωση, τους κανόνες και τις αποφάσεις της οικογένειας τις κατείχε ο άντρας με απόλυτη δεσποτική εξουσία. Οπότε οι σπουδές της στο εξωτερικό θα ήταν σημείο φυγής από μια νοοτροπία «εποχής λίθου» που η γυναίκα δεν γνώριζε τη ζωή της, ούτε την αυτονομία τής ύπαρξής της. Όμως, η υπογραφή δεν μπήκε και η μόνη λύση κατ’ αυτούς ήταν ο γάμος και κατ’ επέκταση η οικογένεια. Οπότε, η Φωτεινή, ακολούθησε κάποιες απόψεις του Σεφέρη ο οποίος έλεγε: «το σπουδαίο δεν είναι ν αλλάξουμε τη ζωή μας ονειροπολώντας μια άλλη ενδιαφέρουσα, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή όπως μας δόθηκε». Και αυτό κάνει μέχρι και σήμερα: δίνει χυμό στα έργα της μικρά ή μεγάλα…
Με την Φωτεινή, έχω γνωριστεί και συνεργαστεί στο ραδιόφωνο και όχι μόνο, αλλά κυρίως μας έχουν ενώσει κοινά βιώματα και αμοιβαία εκτίμηση.
«Ο πολιτισμός είναι παιδεία ψυχής»
Σήμερα θα αναφερθούμε πρωτίστως στην ενασχόληση της Φωτεινής με τον Πολιτισμό, ως γέφυρα ψυχής τόσο εδώ στην πατρίδα, όσο και στην Ομογένεια. Η Φωτεινή είναι μια γυναίκα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στον πολιτισμό, στην παράδοση και στην πνευματική ανάταση του τόπου μας.
Η Φωτεινή Μαρκουτσάκη-Κτιστάκη δεν είναι απλώς μια ενεργή πολιτιστική προσωπικότητα, είναι ένας άνθρωπος που κουβαλά μέσα της τη μουσική της Κρήτης, τη μνήμη των προγόνων και τη φλόγα της δημιουργίας.
Μαζί της λοιπόν θα μιλήσουμε εν πρώτοις, για τον πολιτισμό, για τη δύναμη της παράδοσης, και για τη σχέση που κρατάει ενωμένους τους Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονται.
Φωτεινή μου, τι ήταν αυτό που σε οδήγησε να ασχοληθείς με τον πολιτισμό;
– Νομίζω πως ο πολιτισμός με βρήκε πριν τον βρω εγώ. Θα αναφερθώ στον πατέρα μου ο οποίος εκτός από αγρότης ασχολούταν με πολλά ωραία πράγματα. Οργάνωνε πανηγύρια – γιορτές στο καφενείο που είχε στην πλατεία και καλούσε τους καταξιωμένους λυράρηδες όπως ο Μουντάκης, ο Κλάδος ο Σηφογιωργάκης και πολλούς άλλους. Εγώ έμαθα από την ηλικία των 7 ετών όλους τους χορούς κυρίως τον μαλεβιζώτη. Παρά του ότι ο πατέρας μου ήταν άλλης νοοτροπίας εκείνης του λίθου, εμένα ως το στερνοπούλι του τού άρεσε να μετέχω σε όλα αυτά τα γλέντια και τις γιορτές.
Όμως είχε ενεργή δράση και στα κοινά, με αποτέλεσμα να έρχεται πολύς κόσμος στο σπίτι…
Καταλαβαίνεις λοιπόν Εύα μου, ότι από παιδί μεγάλωσα μέσα σε τραγούδια, ιστορίες, παραμύθια της γιαγιάς, σε γιορτές που είχαν ψυχή και μέτρο. Ένιωθα πάντα πως μέσα από τον πολιτισμό μπορείς να ανακαλύψεις τον εαυτό σου, να καταλάβεις ποιος είσαι. Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτώ, ο δρόμος μου πήρε αυτό το χρώμα: του φωτός, της δημιουργίας και της μνήμης.
Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ τον πολιτισμό;
– Για μένα, πολιτισμός είναι ο τρόπος που ανασαίνουμε. Είναι το «ευχαριστώ» που λέμε, το τραπέζι που στρώνουμε, η μουσική που μας ενώνει. Δεν είναι κάτι απομακρυσμένο ή ακαδημαϊκό. Είναι ο τρόπος που αγαπάμε, που νοιαζόμαστε, που μοιραζόμαστε. Κι αν μάθουμε να βλέπουμε έτσι τον πολιτισμό, θα έχουμε κερδίσει ένα μεγάλο στοίχημα ως λαός.
Η Κρήτη έχει καθοριστική θέση στη ζωή σου και στο έργο σου. Πώς βιώνεις αυτή τη σχέση;
– Η Κρήτη είναι οι ρίζες μου, είναι το θεμέλιό μου. Είναι ο τόπος που σε διδάσκει τι θα πει ψυχή. Ό,τι κι αν κάνω, ό,τι κι αν γράψω ή διοργανώσω, έχει πάντα ένα άρωμα από τα βουνά της, από το θυμάρι και το κύμα της. Από την Κρήτη μαθαίνεις πως η παράδοση δεν είναι νοσταλγία, είναι δύναμη. Και προσπαθώ μέσα από κάθε μου δράση να δείχνω ότι αυτή η παράδοση μπορεί να συνομιλήσει με τον κόσμο, με τους Έλληνες της διασποράς, με τα παιδιά που μεγάλωσαν μακριά αλλά νιώθουν την Ελλάδα μέσα τους.
Θυμάμαι, και πιστεύω κι εσύ, την μουσική παράσταση «Εάλλω η Πόλις», σε κείμενα του κ. Δημήτρη Θεοδοσάκη και μουσική του κ. Γιάννη Δαμαρλάκη. Προσπαθήσαμε να φέρουμε το άρωμα της Κρήτης στο Πολύκεντρο του Δήμου Φαιστού με υφαντά, φαναράκια, εδέσματα παραδοσιακά από γυναικείους συλλόγους της περιοχής… θυμάσαι;
Σήμερα, που όλα αλλάζουν τόσο γρήγορα, ποια θεωρείς πως είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για όσους υπηρετούν τον πολιτισμό;
– Η πρόκληση είναι να κρατήσουμε την αλήθεια. Να μην αφήσουμε τον πολιτισμό να γίνει προϊόν, αλλά να μείνει ψυχή. Ο πολιτισμός θέλει πίστη, αγάπη και συνέπεια. Δεν είναι εύκολο, αλλά αξίζει κάθε προσπάθεια, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μείνει ο άνθρωπος, ΑΝΘΡΩΠΟΣ!
Από τις δράσεις σου, ποιες σου έχουν μείνει πιο έντονα στη μνήμη;
– Όλες έχουν κάτι ξεχωριστό, όμως πιο βαθιά μέσα μου μένουν οι δράσεις με τα παιδιά και τους νέους. Όταν βλέπεις ένα παιδί να πιάνει λύρα, να λέει ένα ριζίτικο, να γράφει ένα ποίημα για την πατρίδα, νιώθεις πως ο κόσμος έχει ελπίδα. Ο πολιτισμός τότε δεν είναι θεωρία, είναι σπόρος που φυτρώνει. Εκδηλώσεις στον Άγιο Εφραίμ, στην μεγαλειώδη παράσταση «Εάλω η Πόλις»… όπως προανέφερα.
Όμως, Εύα μου, θα σου αφηγηθώ μια μικρή ιστορία που βίωσα και αξίζει να αναφέρω:
Όταν η κόρη μου, Κατερίνα, έκανε την πρακτική της στον Κρουσώνα Ηρακλείου, μια γιαγιά θέλησε να της κάνει ένα δώρο. Της έδωσε ένα πουγκάκι κεντημένο με κορδόνι όπως της βούργιας, είχε βάλει βότανα και μέσα εκεί είχε τις ευχές της. Λοιπόν, ο καθηγητής της κόρης μου, ζήτησε να κάνει κάτι παραδοσιακό, οπότε σ’ ένα μεγάλο ταμπλό έβαλε πουγκάκια περίτεχνα, με βότανα της κρητικής γης και τα κρέμασε στο ταμπλό… ήταν πρωτότυπη ιδέα – δράση, δε θα το ξεχάσω ποτέ.
Θεωρώ ότι χρειάζεται θάρρος και ψυχικά αποθέματα να ασχολείσαι με τα του πολιτισμού σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς μας χωρίς άρωμα πολιτισμού… Ποια είναι, κατά τη γνώμη σου, η σχέση του πολιτισμού με την εκπαίδευση;
– Ακριβώς επειδή είναι χαλεποί οι καιροί πρέπει να κάνουμε πολιτιστικές δράσεις, όπως την μουσική παράσταση «Εάλω η Πόλις», που προανέφερα.
Η σχέση του πολιτισμού με την εκπαίδευση είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αν δεν μάθουμε στα παιδιά μας ν’ αγαπούν τη γλώσσα, τη μουσική, τη φύση, τις ρίζες τους, τότε τι εκπαίδευση τους δίνουμε; Ο πολιτισμός είναι παιδεία ψυχής, κι αν το σχολείο γίνει ένας μικρός πολιτιστικός πυρήνας, τότε θα έχουμε αναστήσει την ελπίδα της Ελλάδας.
Μια προσωπική ερώτηση: Πώς βιώνεις τη θέση της γυναίκας μέσα στο πολιτιστικό γίγνεσθαι;
– Η γυναίκα κουβαλά τον πολιτισμό μέσα της, από τη μητρότητα μέχρι τη φροντίδα, από τη δημιουργία μέχρι την αντίσταση. Πολλές φορές δεν της αναγνωρίστηκε ο ρόλος που της άξιζε, αλλά σήμερα τα πράγματα αλλάζουν. Οι γυναίκες δημιουργούν, διοργανώνουν, εμπνέουν. Και το κάνουν με ευαισθησία και δύναμη μαζί.
Πιστεύεις ότι ο πολιτισμός μπορεί να αλλάξει την κοινωνία;
– Όχι απλώς το πιστεύω, το ζω. Κάθε φορά που ένας άνθρωπος συγκινείται από ένα ποίημα, από μια θεατρική πράξη, από ένα τραγούδι, κάτι αλλάζει μέσα του. Κι αυτό το «κάτι» είναι η αρχή κάθε αλλαγής. Ο πολιτισμός δεν κάνει επανάσταση με φωνές, αλλά με φως.
Δίνοντας φως στην αφετηρία του ταξιδιού σου τι ήταν αυτό που σε ώθησε να ασχοληθείς ενεργά με τον πολιτισμό;
– Από μικρή ένιωθα ότι ο πολιτισμός δεν είναι κάτι μακρινό, είναι ο τρόπος που ζούμε, που μιλάμε, που αγαπάμε. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια με αξίες που σεβόταν τη μουσική, τη γλώσσα και τις παραδόσεις. Έτσι, ένιωσα την ανάγκη να τα υπηρετήσω, να τα κρατήσω ζωντανά μέσα από δράσεις και δημιουργία.
Πώς θυμάσαι τα πρώτα σου βήματα;
– Ήταν γεμάτα πάθος αλλά και δυσκολίες. Θυμάμαι να οργανώνουμε εκδηλώσεις με ελάχιστα μέσα, αλλά με πολλή ψυχή. Εκεί κατάλαβα πως ο πολιτισμός γεννιέται από τη συνεργασία και τη διάθεση, όχι από τα χρήματα.
Αν γύριζες πίσω, θα άλλαζες κάτι;
– Ίσως να είχα περισσότερη υπομονή. Στην αρχή ήθελα όλα να γίνουν γρήγορα. Τώρα ξέρω πως ο πολιτισμός θέλει χρόνο για να ριζώσει.
Φωτεινή μου, πιστεύεις ότι ο πολιτισμός μπορεί να αλλάξει μια κοινωνία;
– Απολύτως. Ο πολιτισμός είναι το πιο ήπιο αλλά και το πιο δυνατό όπλο που έχουμε. Μπορεί να ενώσει ανθρώπους, να θεραπεύσει πληγές, να εμπνεύσει σεβασμό και ανθρωπιά. Η Μελίνα Μερκούρη έλεγε πάντα πως είναι η βαριά βιομηχανία μας και είναι αλήθεια…
Πώς μπορεί ο πολιτισμός να σταθεί αντίβαρο σε δύσκολες εποχές;
– Όταν όλα γύρω μας μοιάζουν σκληρά, η τέχνη και η παράδοση μας θυμίζουν ποιοι είμαστε. Μας γειώνουν και μας δίνουν κουράγιο να συνεχίσουμε.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πολιτιστική πρόκληση σήμερα;
– Να αγγίξουμε τους νέους ανθρώπους. Να κάνουμε τον πολιτισμό ελκυστικό, όχι σαν κάτι “παλιό”, αλλά σαν κάτι που έχει λόγο ύπαρξης στο σήμερα.
Από πού αντλείς έμπνευση;
– Από τους ανθρώπους, τις ιστορίες τους, τον τόπο. Μπορεί μια κουβέντα με μια γιαγιά στο χωριό, ένα παιδί ή ένα νέο να γίνει αφορμή για μια ολόκληρη πολιτιστική δράση.
Τι ρόλο παίζει η παράδοση στις ημέρες μας;
– Είναι η ρίζα μας. Δεν πρέπει να την αντιμετωπίζομε σαν μουσείο, αλλά σαν έδαφος που γεννά νέες ιδέες. Η παράδοση μάς δείχνει πώς να προχωράμε χωρίς να ξεχνάμε.
Υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και το νέο;
– Με σεβασμό και τόλμη. Το παλιό έχει τη σοφία του· το νέο τη φρεσκάδα του. Αν τα ενώσεις σωστά, γεννιέται κάτι αληθινά ζωντανό.
Τι σημαίνει για σένα η πολιτιστική ταυτότητα της Κρήτης;
– Είναι ο πλούτος μας. Μια ταυτότητα δυνατή, με ρίζες βαθιές στη μουσική, στο λόγο, στα έθιμα. Κουβαλάει περηφάνια, αλλά και ευθύνη.
Η ενασχόληση με την ψαλτική
Η Φωτεινή Μαρκουτσάκη – Κτιστάκη είναι μια μορφή που ακτινοβολεί γαλήνη, ευγένεια και αληθινό φως. Με σεμνότητα και εσωτερική δύναμη, υπηρετεί την ιερή τέχνη της ψαλτικής, αναδεικνύοντας μέσα από τη φωνή της το κάλλος της βυζαντινής παράδοσης και τη μυσταγωγία της προσευχής. Κάθε ήχος της φωνής της μοιάζει να ανυψώνει τον νου και την ψυχή, ενώ κάθε παρουσία της μεταδίδει πίστη, ηρεμία και εσωτερική αρμονία.
Παράλληλα, η Φωτεινή δεν μένει μόνο στον χώρο του ιερού αναλογίου. Με ενεργή συμμετοχή στα πολιτιστικά δρώμενα, συμβάλλει ουσιαστικά στη διατήρηση και αναζωογόνηση της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Με μεράκι, συνέπεια και ευαισθησία, φροντίζει να κρατά ζωντανές τις αξίες και τα ιδανικά που συγκροτούν το ήθος του τόπου μας.
Γυναίκα ευπρεπής, χαμηλών τόνων αλλά υψηλών προθέσεων, η Φωτεινή Μαρκουτσάκη – Κτιστάκη αποτελεί παράδειγμα προσφοράς και πηγή έμπνευσης. Η ψαλτική της φωνή γίνεται προσευχή· το έργο της, προσκύνημα στην παράδοση και τον πολιτισμό.
Πριν συνεχίσουμε θα κάνω μια σύντομη αναφορά για την γυναίκα στην ψαλτική. Το θέμα της γυναίκας στην ψαλτική βρίσκεται στο σταυροδρόμι θεολογίας, παράδοσης και κοινωνικών αντιλήψεων. Η ψαλτική τέχνη, ως βασικός φορέας της ορθόδοξης λατρείας, ταυτίστηκε ιστορικά με τον άνδρα ψάλτη, όμως η πραγματικότητα δείχνει ότι η γυναικεία παρουσία δεν έλειψε ποτέ· άλλοτε εμφανής, άλλοτε κρυφή, άλλοτε δημιουργική.
Στην «πρώιμη Εκκλησία», άνδρες και γυναίκες ψάλλουν μαζί, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων (Πρ. 16,25) και οι επιστολές του Απ. Παύλου, όπου τονίζεται η κοινή συμμετοχή στην προσευχή και την υμνωδία.
Στην πορεία, η οργάνωση της λατρείας οδήγησε στον αποκλεισμό των γυναικών από τον δημόσιο ψαλτικό ρόλο. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος αναφέρει συχνά τη σπουδαιότητα της ψαλμωδίας ως κατήχησης, αλλά τονίζει και τη σεμνότητα της γυναικείας παρουσίας στον ναό («Γυναιξίν εν εκκλησία σιγάν προσήκει», ερμηνεία Α’ Κορ. 14,34).
Παρά ταύτα, γυναίκες υμνογράφοι άφησαν έντονο στίγμα. Η οσία Κασσιανή (9ος αιώνας) συνέθεσε ύμνους που παραμένουν στο λειτουργικό σώμα της Εκκλησίας, με κορυφαίο το δοξαστικό των αποστίχων του Μεγάλου Κανόνος («Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις…»). Δεν ήταν η μόνη: μαρτυρούνται και άλλες, όπως η Θέκλα, η Θεοδοσία, η Μαρία η Νέα, που συνέθεταν ύμνους, έστω κι αν πολλά έργα τους χάθηκαν.
Έρχομαι ν’ αγγίξω μια παλιά αγάπη σου για την οποία πάλεψες πολύ για να κάνεις το όνειρο πραγματικότητα… κι αυτή είναι η ψαλτική… Ποιά ήταν η αιτία που έδωσε ώθηση να πάρει φωτιά το όνειρο που είχες από παιδούλα;
– Γεννήθηκε από τη μουσική, από το καφενείο του πατέρα μου στο οποίο άκουγα κρητική μουσική. Αργότερα, μετά το δημοτικό, οι γονείς μου με πήγαν στο γυμνάσιο της διπλανής κωμόπολης και παράλληλα υπήρχε και το οικοτροφείο το οποίο παρείχε διατροφή και ύπνο. Εκεί ερχόταν ένας μουσικοδιδάσκαλος από την Ιερά Μονή Καλυβιανής και μας μάθαινε βυζαντινή μουσική. Έβλεπε ότι η μουσική μου άρεσε πάρα πολύ, υπήρχε βέβαια και το μικρόβιο της μουσικής μέσα μου. Κάθε φορά που τελείωνε το μάθημα και ο δάσκαλος έφευγε, εγώ μελετούσα και έψαλλα σιγά – σιγά και όσο έψαλλα, τόσο μου άρεσε περισσότερο οπότε λίγο αργότερα συμμετείχα στο ψαλτήρι της Βαγιωνιάς. Κάποιες φορές μ’ έσπρωχναν για να πάω να ψάλλω, γιατί είχα τις αναστολές μου λόγω του μικρού της ηλικίας μου, μόλις 12 ετών, όμως η αγάπη και ο κρυφός πόθος για την βυζαντινή ψαλτική μου έδωσαν την δύναμη και με ώθησαν να συνεχίσω. Άρχισα από το «Πάτερ ημών» με τον καιρό εμπλούτισα την ψαλτική μου πορεία και βρισκόμουν πιο συχνά στο ψαλτήρι.
Κατόπιν προέκυψε η υιοθεσία του παιδιού μου, ένα μωράκι από τον εμφύλιο της Ρουμανίας. Η Κατερίνα όσο μεγάλωνε και πήγε στο σχολείο είχε προβλήματα δυσλεξίας πολύ σοβαρά, εγώ κάθισα δίπλα της επί 25 ολόκληρα χρόνια γιατί στο δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο, πανεπιστήμιο και μεταπτυχιακά, καταλαβαίνεις ότι χρειαζόταν τη βοήθειά μου, την οποία και την παρείχα φυσικά απλόχερα. Όμως δεν είχα εγκαταλείψει εντελώς την ψαλτική.
Μετά, όταν τελείωσε και αποπεράτωσε τις σπουδές της η Κατερίνα, μού είπε ότι «μέχρι τώρα είχες υποχρεώσεις, τώρα μαμά έχεις και δικαιώματα», αντιλαμβανόμενη ότι ήθελα διακαώς να καθίσω στο ψαλτήρι και έτσι γεννήθηκε και συνέχισε αυτό που είχα από μικρό παιδί: η έλξη στη βυζαντινή μουσική, η έλξη στο ψαλτήρι. Και αυτό κάνω μέχρι σήμερα… μαθαίνω σοβαρά βυζαντινή ψαλτική πλάι στον δάσκαλό μου τον χαρισματικό χοράρχη κ. Γιάννη Δαμαρλάκη.
Θυμάσαι την πρώτη σου εμπειρία ως ψάλτρια σε αναλόγιο;
– Ξεκίνησα καταρχάς να είμαι δίπλα στον ψάλτη. Διότι, Εύα μου, δεν είναι εύκολο να ανέβεις στο αναλόγιο εάν δεν ασχοληθείς σοβαρά. Να μάθεις τα βασικά. Έτσι αρχίζεις, σκαλοπάτι – σκαλοπάτι. Πρώτη φορά λοιπόν ήταν στους Χαιρετισμούς της Παναγίας μετά από πολλές πρόβες. Όπως έχω πει και σε άλλες εκπομπές, τελειώνοντας το δημοτικό οι γονείς μου με πήγαν σε ένα κοντινό γυμνάσιο που παράλληλα κοντά υπήρχε και ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Όπως καταλαβαίνεις είχαμε προσευχή πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μετά το διάβασμά μας, χριστιανικούς ύμνους. Επίσης, κάθε Κυριακή ερχόταν από την Ιερά Μονή Καλυβιανής ένας ψάλτης και μας έκανε βυζαντινή μουσική. Εκεί λοιπόν έμαθα τη Μικρή Παράκληση και τους Χαιρετισμούς της Παναγίας. Αφού λοιπόν τους είχα μάθει αρκετά καλά ανέβηκα στο αναλόγιο αλλά βεβαίως είχα δίπλα μου, παρά το πλευρό μου, τον σεβαστό και ταπεινό κ. Γιάννη Κλημαθιανάκη.
Η εμπειρία απερίγραπτη, η συγκίνηση τεράστια! Διότι, όπως λένε οι μεγάλοι πατέρες, η μελωδία βοηθάει την ψυχή να ανέβει, έτσι ένοιωσα.
Πόσο ρόλο παίζει η προσωπική προσευχή στην ερμηνεία ενός ύμνου;
– Το αναλόγιο, Εύα μου, έχει γίνει σκάλα επιδεικτικής μανίας. Ανεβαίνουμε για να κάνουμε το κέφι μας, για να δείξουμε τα φωνητικά μας ταλέντα και όχι για να ενώσουμε τις προσευχές μας, με τις προσευχές του λαού που εκπροσωπούμε. Χρησιμοποιούμε την ψαλμωδία στο Θεό για να αρέσουμε στους ανθρώπους.
Τι κάνω λοιπόν μπαίνοντας στην εκκλησία: Παίρνω το κεράκι μου, το ανάβω και μέσα στην προσευχή μου παρακαλώ το Θεό να με αξιώσει να στέκομαι με υγεία στο αναλόγιο και να υπηρετώ την ψαλτική τέχνη με σεβασμό και με τις ταπεινές μου δυνάμεις και δυνατότητες, χωρίς έπαρση, που οι περισσότεροι ψάλτες έχουμε και μάλιστα οι μη γνωρίζοντες την ψαλτική τέχνη. Η προσευχή λοιπόν είναι το παν. Αν δεν προσεύχεσαι δεν ψάλλεις, απλώς… τραγουδάς.
Λοιπόν Φωτεινή μου, πρέπει για να υπηρετείς την ψαλτική πρέπει να είσαι ταπεινός να προσεύχεσαι και να μην κομπάζεις για το τάλαντο που σου εδόθη απλόχερα από τον Δημιουργό. Ποιο μέλος ή ύμνος σε συγκινεί περισσότερο;
– Με συγκινούν πολλοί, αλλά ένας ύμνος πολύ περισσότερο. Ένας ύμνος μικρός με τεράστιο νόημα: Το «Σε υμνούμεν», που σημαίνει δοξάζουμε ή σε επαινούμε και με αυτό τον τρόπο εκφράζουμε τιμή και λατρεία προς το θεό. Σ’ αυτόν τον ύμνο, αν θελήσω κάποια στιγμή, να τον πω σε άλλο ήχο όπως κανονικά πρέπει, θα έρθουν στο τέλος της λειτουργίας στο ψαλτήρι και θα μου παραπονεθούν… «Φωτεινή μην τον αλλάζεις διότι όπως το είπες την προηγούμενη Κυριακή μας κάνεις να προσευχόμαστε». Άλλοι μου λένε «ανατριχιάσαμε».
Οπότε κάθε Κυριακή -παρατυπία βέβαια- δεν αλλάζω τον ήχο. Διότι ο σκοπός του ψάλτη είναι η προσευχή. Δυστυχώς πολλές φορές μας ενδιαφέρει πώς η «πεταστή» ανεβαίνει αναιδώς αλλά όχι πώς θ’ ανέβει η ψυχή του ανθρώπου.
Πρέπει να σταματήσουμε στην λέξη «Πεταστή» και να μας εξηγήσεις τι ακριβώς σημαίνει γιατί οι αναγνώστες μας, οι περισσότεροι εξ αυτών, δεν γνωρίζουν την ορολογία…
– Η «πεταστή» μάς δηλώνει ότι πρέπει να ανέβουμε μια φωνή, αλλά ταυτόχρονα με ένα πέταγμα της φωνής που μοιάζει με απότομο κυματισμό λειτουργώντας έτσι και με την ιδιότητα χαρακτήρα ποιότητας καλλωπιστικού. Για παράδειγμα, αν ο πριν από την «πεταστή» χαρακτήρας αντιστοιχεί στον φθόγγο Πα, η «πεταστή» αυτή, που τίθεται μετά τον Πα, αντιστοιχεί στον φθόγγο Βου στη Βυζαντινή μουσική η κλίμακα των φθόγγων είναι: Νη, Πα, Βου, Γα, Δι, Κε, Ζω, Νη.
Η πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση με την κ. Φωτεινή Μαρκουτσάκη Κτιστάκη, συνεχίζεται στο επόμενο φύλλο.

Η Φωτεινή στο ψαλτήρι του Ιερού ναού του Αγ. Εφραίμ του οποίου είναι κτήτορας

Φωτεινή Μαρκουτσάκη Κτιστάκη
Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]



