Οι γονείς οφείλουν στα παιδιά ή τα παιδιά στους γονείς;
Οι γονείς οφείλουν στα παιδιά ή τα παιδιά στους γονείς; Το ερώτημα μοιάζει να απλώνεται σαν σκιά μέσα σε κάθε ελληνικό σπίτι. Στα οικογενειακά τραπέζια, στα τηλεφωνήματα της Κυριακής, ακόμη και στα βλέμματα που δεν ειπώθηκαν ποτέ. «Παιδί μου, εγώ θυσιάστηκα για σένα»ψιθυρίζουν συχνά οι μητέρες, κι οι πατεράδες, κουβαλώντας την κούραση μιας ζωής, κοιτούν τα παιδιά τους με μια σιωπηλή απαίτηση. Μα τι σημαίνει στ’ αλήθεια «οφείλω»; Ποιος οφείλει σε ποιον; Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο και θεμελιώδες χρέος ανήκει στους γονείς.
Το ερώτημα αυτό, αν και φαινομενικά απλό, ανοίγει μια άβυσσο ψυχολογικών και κοινωνικών προεκτάσεων. Στην ελληνική οικογενειακή πραγματικότητα συχνά συγχέονται οι έννοιες της υποχρέωσης, της ευθύνης και της αγάπης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σχέσεις φορτισμένες από ενοχές, απαιτήσεις και άρρητες προσδοκίες. Για να απαντήσουμε, χρειάζεται να κοιτάξουμε πέρα από τις καθημερινές εκφράσεις του χρέους και να εμβαθύνουμε στην ουσία της σχέσης γονέα-παιδιού.
Ο γονιός φέρει πρώτος το «χρέος». Με την απόφαση να φέρει μια ζωή στον κόσμο, αναλαμβάνει την ευθύνη να προσφέρει όχι μόνο τροφή, στέγη και φροντίδα, αλλά και συναισθηματική ασφάλεια. Η μητρότητα και η πατρότητα δεν είναι απλώς βιολογικά γεγονότα, είναι υπαρξιακές δεσμεύσεις. Ένα παιδί, ερχόμενο στη ζωή χωρίς επιλογή, αξιώνει δικαιωματικά την αγάπη, την αποδοχή και την καλλιέργεια του εαυτού του. Οφείλει ο γονιός να δώσει χώρο, να δημιουργήσει συνθήκες ελευθερίας, να εμφυσήσει αξίες, αλλά και να σεβαστεί την ατομικότητα. Κάθε παιδί, όσο εξαρτημένο κι αν είναι στα πρώτα του χρόνια, έχει τον σπόρο μιας μοναδικής πορείας που πρέπει να αναγνωριστεί και να τιμηθεί.
Κι όμως, στην ελληνική κοινωνία συχνά οι γονείς απαιτούν «ανταπόδοση». Υπονοούν ότι τα παιδιά «τους χρωστούν» επειδή τα μεγάλωσαν, τα σπούδασαν, τα στήριξαν. Η φράση «εγώ θυσιάστηκα για σένα» στοιχειώνει πολλούς ενήλικες, οι οποίοι αισθάνονται ότι η προσωπική τους ελευθερία συγκρούεται με ένα άγραφο χρέος απέναντι στους γονείς τους. Εδώ αρχίζει το μπέρδεμα: η αγάπη γίνεται λογαριασμός, η φροντίδα μετατρέπεται σε επιταγή που πρέπει κάποτε να εξοφληθεί. Το αποτέλεσμα είναι η γέννηση οικογενειακών σχέσεων όπου κυριαρχούν οι ενοχές αντί για τη χαρά της αμοιβαίας παρουσίας.
Εδώ μπορούμε να πούμε κατά την ταπεινή μου άποψη, ότι τοιδανικό θαήταν«Η αμοιβαία παρουσία με τη αλήθεια της ψυχής και όχι με γνώμονα το ατομικό συμφέρον»!
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά, καθώς ενηλικιώνονται, φέρουν πράγματι μια μορφή ευθύνης. Όχι ως «αντίδωρο» για όσα έλαβαν, αλλά ως φυσική συνέπεια της αλληλεπίδρασης. Το παιδί που αγαπήθηκε, που καλλιεργήθηκε με σεβασμό, αισθάνεται αυθόρμητα την ανάγκη να σταθεί δίπλα στον γονιό του στη φθορά του χρόνου. Αυτή η στάση δεν γεννιέται από καταναγκασμό αλλά από την αλήθεια της σχέσης. Εκεί όπου ο γονιός υπήρξε αυθεντικά παρών, το παιδί ανταποδίδει χωρίς να το βιώνει ως βάρος. Εκεί όμως όπου ο δεσμός χτίστηκε πάνω σε ενοχές, φόβους ή υπερπροστασία, το «χρέος» γίνεται ασήκωτο.
Ψυχολογικά, η ισορροπία βρίσκεται στην κατανόηση ότι η γονεϊκή ευθύνη προηγείται και είναι ασύμμετρη. Ο γονιός είναι ο πρώτος δωρητής, εκείνος που σπέρνει χωρίς να περιμένει θερισμό. Αν αναμένει επιστροφή, τότε δεν προσφέρει αγάπη αλλά επένδυση με προσδοκία κέρδους. Ο γονιός που αγαπά ανιδιοτελώς αφήνει το παιδί του ελεύθερο να χτίσει τον δικό του δρόμο, χωρίς να το βαραίνει με απαιτήσεις. Κι αν εκείνο, στην πορεία, θελήσει να γυρίσει πίσω και να στηρίξει, αυτό γίνεται δώρο, όχι υποχρέωση.
Στο κοινωνικό επίπεδο, οι οικογένειες διαμορφώνουν τις δομές της συλλογικής ζωής. Όταν κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα παιδιά «χρωστούν», τότε η κοινωνία γεμίζει με ανθρώπους που ζουν με ενοχές, περιορίζοντας τη δημιουργικότητά τους. Αντίθετα, όταν αναγνωρίζεται ότι οι γονείς προσφέρουν πρωτίστως και τα παιδιά ανταποδίδουν ελεύθερα, τότε προκύπτει μια κοινωνία με υγιείς σχέσεις, βασισμένες στον αμοιβαίο σεβασμό. Η ψυχική υγεία του ατόμου είναι άρρηκτα δεμένη με το πώς βιώνει αυτή τη σχέση χρέους ή αγάπης.
Τελικά, η ερώτηση «ποιος οφείλει σε ποιον» ίσως χρειάζεται να μετασχηματιστεί. Δεν πρόκειται για λογαριασμούς. Πρόκειται για ένα συνεχές δούναι και λαβείν, που δεν μετριέται με μέτρα της αγοράς αλλά με τη γλώσσα της καρδιάς. Οι γονείς οφείλουν να δώσουν χωρίς όρους. Τα παιδιά, αν έχουν γευτεί αυτή την αγάπη, ανταποκρίνονται όχι επειδή «πρέπει», αλλά επειδή θέλουν. Η αληθινή σχέση δεν γεννά χρέος, αλλά μνήμη και διάθεση φροντίδας.
Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, οι γονείς έχουν νομική υποχρέωση να φροντίζουν τα παιδιά τους, ειδικά αν είναι ανήλικα:
Στην Ελλάδα, ο νόμος (Άρθρο 1510 Αστικού Κώδικα) αποδίδει στους δύο γονείς την «γονική μέριμνα», που περιλαμβάνει την ανατροφή, εκπαίδευση, επίβλεψη, διαμονή.
Οι γονείς υποχρεούνται να παρέχουν διατροφή, ένδυση, στέγη, εκπαίδευση, ιατρική φροντίδα στα παιδιά τους.
Η υποχρέωση αυτή συνήθως δεν τελειώνει αυτόματα με την ενηλικίωση· π.χ. υπάρχει υποχρέωση στήριξης στο πλαίσιο σπουδών ή αν το παιδί δεν μπορεί να είναι αυτόνομο λόγω ανικανότητας.
Αντίθετα, οι νομικές υποχρεώσεις των παιδιών προς τους γονείς είναι πολύ λιγότερο θεσμοθετημένες (τουλάχιστον στην πλειοψηφία των σύγχρονων δυτικών νομικών συστημάτων). Σε ορισμένα κράτη υπάρχει δίκαιο για την υποστήριξη ηλικιωμένων γονέων, ή υποχρέωση σε κληρονομικά / περιουσιακά ζητήματα, αλλά γενικά δεν είναι τόσο ρητά.Υπάρχουν διάφορες ηθικές θεωρίες που ασχολούνται με το ποιες υποχρεώσεις υπάρχουν.
Πολλές θεωρίες λένε ότι τα παιδιά έχουν ηθική υποχρέωση ευγνωμοσύνης προς τους γονείς, επειδή οι γονείς θυσίασαν χρόνο, πόρους, προσπάθεια για να τα φέρουν στον κόσμο και να τα στηρίξουν.
Άλλες θεωρίες λένε πως οι γονείς έχουν βασική υποχρέωση να παρέχουν τα μέσα ώστε το παιδί να αναπτυχθεί ως αυτόνομο, υγιές άτομο· ότι η ευθύνη ξεκινά από τους γονείς, και η υποχρέωση των παιδιών προκύπτει κυρίως όταν οι γονείς έχουν εκπληρώσει το καθήκον τους (ή σε ανάγκη).
Σε μερικούς πολιτισμούς, η έννοια της ανταπόδοσης (“payback”) είναι ισχυρή: τα παιδιά θεωρούν ότι οφείλουν να φροντίσουν για τους γονείς όταν αυτοί γεράσουν, ως αντίτιμο για ό,τι δέχθηκαν.
Οι έρευνες δείχνουν ότι διαφορετικοί πολιτισμοί αντιλαμβάνονται διαφορετικά αυτές τις υποχρεώσεις.
Έρευνα σε 13 πολιτισμικές ομάδες σε 9 χώρες (Κίνα, Ιταλία, ΗΠΑ, κ.ά.) εξέτασε τις προσδοκίες γονέων και παιδιών σχετικά με τις οικογενειακές υποχρεώσεις (βοήθεια, σεβασμός κτλ.). Διαπιστώθηκε ότι οι γονείς ως σύνολο και ειδικά οι μητέρες έχουν υψηλότερες προσδοκίες ότι τα παιδιά θα βοηθούν και θα σέβονται. Τα παιδιά συχνά συμφωνούν, αλλά με διάφορα ποσοστά, και οι κοινωνικές αξίες – π.χ. αυταρχική ανατροφή, θερμή στοργή – παίζουν ρόλο στο πόσο οι προσδοκίες αυτές πραγματώνονται.
Σε έρευνες με παιδιά που αναλαμβάνουν φροντίδα (filialresponsibility), π.χ. βοηθούν στο σπίτι, σε αδέρφια, στις καθημερινές ανάγκες, υπάρχει συσχέτιση με θετικά αποτελέσματα (αυξημένη αυτοπεποίθηση, αίσθημα αποτελεσματικότητας) όταν η φροντίδα θεωρείται δίκαιη και υπάρχει αναγνώριση των προσπαθειών. Όμως, όταν οι υποχρεώσεις είναι υπερβολικές ή χωρίς αναγνώριση / αμοιβαία αποδοχή, μπορεί να οδηγήσουν σε ψυχολογικό στρες ή θλίψη.
Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να έχουμε κάποιες πρακτικές καταστάσεις:
Γονείς που διατηρούν τακτικό ενδιαφέρον για εκπαίδευση, υγεία και ανατροφή. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί έχει ηθική υποχρέωση (ευγνωμοσύνης, σεβασμού, επικοινωνίας) και, όπου είναι νόμιμο, υποχρέωση να βοηθά όταν οι γονείς μεγαλώσουν.
Παιδιά σε κινδύνους ή φτώχεια που πρέπει να εργαστούν για να βοηθούν στο σπίτι. Εδώ η υποχρέωση των γονέων είναι να παρέχουν όσο μπορούν, η επιβάρυνση στα παιδιά πρέπει να είναι δίκαιη και να μην υπονομεύει την ανάπτυξή τους.
Οι γονείς που εγκατέλειψαν ή κακοποίησαν τα παιδιά. Εδώ η υποχρέωση των γονέων είναι σαφώς μειωμένη ήκαι ανύπαρκτη από ηθική άποψη σε πολλούς ανθρώπους· και η υποχρέωση των παιδιών προς τέτοιους γονείς είναι συχνά θεωρητικά αμφισβητήσιμη.
Συμπερασματικά:
Νομικά, οι γονείς «οφείλουν» πολλά στα παιδιά τους, ειδικά όταν είναι ανήλικα.
Ηθικά, υπάρχει κάποια αμοιβαία υποχρέωση: οι γονείς οφείλουν να φροντίσουν τα παιδιά και τα παιδιά οφείλουν σεβασμό, ευγνωμοσύνη, και όταν μπορούν, στήριξη.
Πρακτικά και πολιτισμικά, ο ρόλος και το βάρος των υποχρεώσεων διαφέρει πολύ.
Ίσως, λοιπόν, η πιο ώριμη απάντηση είναι πως ούτε τα παιδιά οφείλουν στους γονείς, ούτε οι γονείς στα παιδιά. Οφείλουν και οι δύο στην ίδια τη ζωή να αγαπηθούν αυθεντικά, να σεβαστούν ο ένας τον άλλον και να αφήσουν χώρο για την ελευθερία. Όταν αυτό επιτευχθεί, το χρέος μεταμορφώνεται σε ευγνωμοσύνη — κι αυτή είναι η μόνη αληθινή ανταπόδοση.
Εύα Καπελλάκη – Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]