Μετά τη Γαλλία, τώρα η Γερμανία: το κοινωνικό κράτος «τρίζει» – Αρκεί 1,35 τρισ ευρώ για να αντέξει;
Πάνε σχεδόν 150 χρόνια από τότε που ο σιδηρούς καγκελάριος Ότο φον Μπίσμαρκ, έβαλε τον πρώτο λίθο για το κοινωνικό κράτος στη Γερμανία, εισάγοντας την ασφάλιση υγείας και τις συντάξεις. Σε ανάλυση, όμως των Financial Times αποτυπώνεται ένα σύστημα που δεν θα αντέξει, παρά τα εκατοντάδες δισεκατομμύρια που δαπανώνται.
Κατοχυρωμένο στο Σύνταγμα της χώρας από το 1949, το κοινωνικό κράτος στη Γερμανία έχει εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα παγκοσμίως, αντιστοιχώντας στο 31,2% του ΑΕΠ — το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί, εξαιρουμένης της πανδημίας.
Ωστόσο, όπως αναφέρει το βρετανικό δημοσίευμα, τα κόστη υγειονομικής περίθαλψης και φροντίδας ηλικιωμένων αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από τον γενικό πληθωρισμό. Την ίδια στιγμή, η χώρα έχει «κολλήσει» σε οικονομική στασιμότητα για πάνω από τρία χρόνια.
«Το σύστημα τρίζει», είπε πρόσφατα ο πρόεδρος της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ υποστηρίζοντας ότι το κοινωνικό κράτος είναι «θησαυρός» αλλά πρέπει να καταστεί «κατάλληλο για το μέλλον».
Μαζί με τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων, το διανεμητικό σύστημα συντάξεων και η ασφάλιση υγείας αντιστοιχούν στα 3/4 των συνολικών κοινωνικών δαπανών, ύψους 1,35 τρισ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εργασίας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το κοινωνικό κράτος δεν τα κατάφερε καλά έναντι της φτώχειας, συνεχίζει το βρετανικό δημοσίευμα. Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης WSI, αυτό οφείλεται κυρίως σε αυξήσεις των ελάχιστων παροχών προς τους ανενεργούς που υπολείπονται του πληθωρισμού και σε μείωση του επιπέδου των κρατικών συντάξεων. Η μέση κρατική σύνταξη, που το 2005 ανερχόταν στο 52,6% του μέσου μισθού, έχει πέσει στο 48%.
Η δημογραφική βόμβα
Μπορεί το γερμανικό συνταξιοδοτικό να επιβίωσε δύο παγκοσμίων πολέμων, υπερπληθωρισμού και πολλών νομισματικών μεταρρυθμίσεων, αλλά πλέον, υπογραμμίζουν οι Financial Times, η ταχεία γήρανση του εργατικού δυναμικού θα αποτελέσει διαρθρωτική πρόκληση, καθώς 16,5 εκατ. baby boomers -γεννηθέντες μεταξύ 1954 και 1969- θα αποσυρθούν έως το 2036, ενώ μόλις 12,5 εκατ. νέοι εργαζόμενοι θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας.
Καθώς οι συνταξιούχοι ζουν περισσότερο, η δημοσιονομική πίεση στο σύστημα συντάξεων θα εντείνεται με τον χρόνο.
Πέρα από τα 306 δισ. ευρώ εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων, η κυβέρνηση το 2024 κατέβαλε ακόμη 118 δισ. ευρώ για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του συστήματος — περίπου το 1/4 του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
Το μερίδιο αυτό θα διπλασιαστεί σε περίπου 50% μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες, σύμφωνα με τον Άξελ Μπέρς-Ζουπάν, επικεφαλής του Munich Center for the Economics of Ageing στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ. «Ο μεγάλος ελέφαντας στο δωμάτιο είναι το συνταξιοδοτικό», είπε ο Γενς Ζούντεκουμ, οικονομολόγος και σύμβουλος του υπουργού Οικονομικών του SPD, Λαρς Κλίνγκμπαϊλ.
Το μεγαλύτερο διαρθρωτικό πρόβλημα
Οι Financial Times προσθέτουν ότι κάθε αύξηση των κοινωνικών δαπανών οδηγεί αυτομάτως σε αύξηση των μη μισθολογικών εργοδοτικών εισφορών, καθώς σύμφωνα με τον νόμο, οι εργοδότες υποχρεούνται να καλύπτουν το 50% των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων τους.
Από το τέλος της πανδημίας, το μη μισθολογικό κόστος έχει αυξηθεί ταχύτερα από τους συνολικούς μισθούς, ροκανίζοντας τα κέρδη των επιχειρήσεων και περιορίζοντας τον χώρο για αυξήσεις.
Το σύνολο των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, που επί δεκαετίες κινούνταν κάτω από το 40% των μισθών, έχει αυξηθεί στο 42,5% φέτος. Αναμένεται να προσεγγίσει το 50% την επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με το IGES, ένα βερολινέζικο think tank.
Έτσι, λόγω συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού, κάποιοι ειδικοί προτείνουν λύσεις που όμως έβγαλαν και τους Γάλλους στους δρόμους. Ενθάρρυνση για εργασία επί περισσότερα χρόνια όσο και οι λιγότερο γενναιόδωρες παροχές καθώς «θα βελτίωναν την προσφορά εργασίας, που πλήττεται από τη συνταξιοδότηση των baby boomers και τα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας στη Γερμανία», λέει ο Έκχαρντ Γιανέμπα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μανχάιμ και πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου του υπουργείου Οικονομίας.
«Ο Μερτς λέει βλακείες»
Ο συντηρητικός καγκελάριος της Γερμανίας, Φρίντριχ Μερτς, άνοιξε μέτωπο με τους κεντροαριστερούς εταίρους του δηλώνοντας ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δεν μπορεί πλέον να αντέξει το γενναιόδωρο κοινωνικό της κράτος.
«Το κοινωνικό κράτος όπως το γνωρίζουμε σήμερα δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτηθεί από την οικονομία μας — και γι’ αυτό πρέπει να το αλλάξουμε», είπε σε μέλη του κόμματός του, των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), τον Αύγουστο.
Μια μεταρρύθμιση της κοινωνικής ασφάλισης, που περιλαμβάνεται στη συμφωνία του κυβερνητικού συνασπισμού, έρχεται τη στιγμή που η χώρα δρομολογεί ένα πρόγραμμα δαπανών ύψους 1 τρισ. ευρώ, χρηματοδοτούμενο με χρέος, για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και την αποκατάσταση των υποδομών της.
Οι προσπάθειες αλλού στην Ευρώπη να μειωθούν οι κοινωνικές δαπάνες αποδείχθηκαν πολιτικά ολισθηρές. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο σερ Κιρ Στάρμερ αναγκάστηκε να υπαναχωρήσει από σχέδια για τον περιορισμό του εκτροχιασμένου λογαριασμού παροχών. Στη Γαλλία, η σφοδρή αντίδραση στη μεταρρύθμιση των συντάξεων συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού.
Η ίδια η υπουργός Εργασίας του Μερτς, Μπέρμπελ Μπας -που είναι και συμπρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), του μικρότερου εταίρου του συνασπισμού- χαρακτήρισε τη δήλωση του καγκελάριου «bullshit».
Παρότι η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση στην Ευρώπη, οι κοινωνικές της δαπάνες έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ενώ η «δημογραφική βόμβα» απειλεί να υπονομεύσει τη χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους — ακριβώς την ώρα που η οικονομία της πασχίζει να βγει από τη μακρύτερη, από τον πόλεμο και μετά, φάση στασιμότητας.
Οι προτάσεις Μερτς
Η εμβληματική μέχρι τώρα πρόταση του Μερτς για τις συντάξεις είναι ένα σχέδιο κινήτρων για όσους θέλουν να εργάζονται πέρα από την ηλικία συνταξιοδότησης, με απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος για τα πρώτα 2.000 ευρώ που κερδίζουν μηνιαίως — επιπλέον της κανονικής σύνταξής τους.
Ωστόσο έχει αποφύγει να συγκεκριμενοποιήσει πώς προτίθεται να αναμορφώσει συνολικά το σύστημα, ενώ έχει αφήσει ανέγγιχτα τα κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση.
Οι επικριτές επισημαίνουν ότι το στρατόπεδο του Μερτς προωθεί ταυτόχρονα μέτρα που θα επιδείνωναν το πρόβλημα. Ο συνασπισμός έχει δεσμευθεί να διατηρήσει το τρέχον επίπεδο συντάξεων στο 48% έως το 2031. Δηλαδή, το κράτος δεσμεύεται ότι η “τυπική” σύνταξη (αυτή που παίρνει κάποιος με 45 χρόνια ασφάλισης και μέσο μισθό) θα ισούται με το 48% του μέσου μισθού — υπολογισμένα μετά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, αλλά πριν από φόρους.
Και η συμφωνία περιλαμβάνει σχέδιο, που υποστηρίζει η βαυαρική αδελφή παράταξη της CDU, η CSU, για την ενίσχυση των συνταξιοδοτικών παροχών για μη εργαζόμενες μητέρες από το 2027 — με πρόσθετο κόστος 5 δισ. ευρώ ετησίως.
Την ευθύνη για τις προτάσεις μεταρρύθμισης θα έχει επιτροπή που αναμένεται να συσταθεί στις αρχές του επόμενου έτους.
Bürgergeld: Βαρύδι ή δίκαιη παροχή;
Ο Μερτς έχει δεσμευθεί να αναμορφώσει το αποκαλούμενο Bürgergeld, ένα βασικό εισόδημα για όσους βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας. Αν και αντιστοιχεί μόλις στο 3,5% των συνολικών κοινωνικών δαπανών, έχει γίνει «κεραυνός» για την άκρα δεξιά, καθώς κοστίζει 47 δισ. ευρώ, σύμφωνα με κυβερνητικά στοιχεία.
Περίπου το 50% των πληρωμών κατευθύνεται σε αλλοδαπούς, περιλαμβανομένων 6,3 δισ. ευρώ για Ουκρανούς πρόσφυγες. Οι επικριτές λένε ότι το σύστημα είναι υπερβολικά γενναιόδωρο και αποθαρρύνει την εργασία, ιδίως μετά την αύξηση 25% στα μηνιαία επιδόματα στα χρόνια του υψηλού πληθωρισμού 2023–24.
Για παράδειγμα, ένα ανενεργό ζευγάρι με δύο παιδιά 5 και 14 ετών μπορεί να λάβει 2.754 ευρώ τον μήνα, μόλις 660 ευρώ λιγότερα από όσα θα κέρδιζε αν ο ένας γονέας αναλάμβανε εργασία πλήρους απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό, σύμφωνα με υπολογισμούς του WSI.
Μια επιτροπή που συνέστησε το υπουργείο Εργασίας αναμένεται να παρουσιάσει προτάσεις μεταρρύθμισης έως το τέλος του έτους, αλλά ο Μερτς έχει ήδη πει ότι θέλει να εξοικονομήσει 5 δισ. ευρώ ετησίως από το Bürgergeld.
Πολλοί θεωρούν αυτόν τον στόχο μη ρεαλιστικό. «Το γερμανικό σύνταγμα προσφέρει μόνο περιορισμένα περιθώρια για περικοπές κοινωνικών παροχών», λέει ο Έκχαρντ Γιανέμπα
Η απόφαση του Μερτς να συγκροτήσει επιτροπές για προτάσεις γεννά ανησυχίες ότι θα καθυστερήσει τη δράση, προειδοποιεί ο ίδιος: «Οι προθέσεις υπάρχουν όλες, αλλά γνωρίζουμε από την εμπειρία ότι οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιούνται νωρίς σε έναν εκλογικό κύκλο έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας».
Πηγή in.gr