Τα φάρμακα αδυνατίσματος έχουν έναν απρόσμενο αντίπαλο - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Τα φάρμακα αδυνατίσματος έχουν έναν απρόσμενο αντίπαλο

22 Αυγούστου 2025 -


Τα φάρμακα GLP-1, όπως το Ozempic και το Wegovy, έχουν αλλάξει το τοπίο στον τομέα της απώλειας βάρους, προσφέροντας στους ασθενείς μια αποτελεσματική εναλλακτική απέναντι στις παραδοσιακές δίαιτες και στις παρεμβάσεις του τρόπου ζωής. Για πολλούς γιατρούς και ερευνητές, αυτά τα φάρμακα συνιστούν μια επανάσταση στην καταπολέμηση της παχυσαρκίας, ενός φαινομένου που σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές παθήσεις και άλλα σοβαρά προβλήματα υγείας.

Ωστόσο, η πανηγυρική υποδοχή των GLP-1 φαρμάκων δεν είναι καθολική. Στον χώρο του λεγόμενου «fat activism» – ενός ακτιβιστικού κινήματος που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των παχύσαρκων ατόμων – η εξάπλωση αυτών των φαρμάκων προκαλεί ανησυχία, ακόμη και οργή. Οι ακτιβιστές απορρίπτουν την έννοια της «παχυσαρκίας» ως ιατρική διάγνωση και χρησιμοποιούν τον όρο «fatness» ως πολιτική και ταυτότητα, επιδιώκοντας την αποδοχή του σώματος σε κάθε μέγεθος και μορφή.

Για αυτούς, το πρόβλημα δεν είναι το σωματικό βάρος, αλλά το στίγμα, οι διακρίσεις και η κοινωνική περιθωριοποίηση που βιώνουν καθημερινά τα άτομα με μεγαλύτερο σώμα. Πιστεύουν ότι τα νέα φάρμακα δεν λύνουν την πραγματική ρίζα του προβλήματος, αλλά ενισχύουν την ιδέα ότι τα παχύσαρκα σώματα είναι ανεπιθύμητα και πρέπει να «διορθωθούν».

Ακαδημαϊκοί από τον χώρο των «fat studies» υποστηρίζουν ότι η ιατρικοποίηση του βάρους και η εμμονή με τη «φυσιολογικότητα» του σώματος οδηγούν σε ψυχολογική καταπίεση και κοινωνικό αποκλεισμό. «Δεν είναι όλοι οι παχύσαρκοι άνθρωποι άρρωστοι», λένε, και επισημαίνουν ότι η υγεία δεν μπορεί να ορίζεται αποκλειστικά από τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), ο οποίος αγνοεί παράγοντες όπως η γενετική, το άγχος, η φτώχεια και η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη.

Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές των GLP-1 φαρμάκων τονίζουν ότι η παχυσαρκία είναι μια πολύπλοκη, χρόνια νόσος που δεν μπορεί να αφεθεί στη «συμβίωση». Επισημαίνουν ότι τα φάρμακα αυτά έχουν ήδη βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους να μειώσουν τον κίνδυνο σοβαρών παθήσεων και να αποκτήσουν ποιότητα ζωής που δεν είχαν ποτέ στο παρελθόν.

Η σύγκρουση δεν αφορά απλώς τη χρήση ενός φαρμάκου, αλλά έναν βαθύτερο πολιτισμικό διάλογο για το πώς ορίζεται το ανθρώπινο σώμα, η υγεία και η αποδοχή. Είναι η παχυσαρκία μια νόσος προς αντιμετώπιση ή μια ταυτότητα που πρέπει να γίνει αποδεκτή όπως είναι; Και ποιος έχει το δικαίωμα να καθορίσει την απάντηση;

Σε μια εποχή που η επιστήμη προσφέρει όλο και πιο εντυπωσιακά μέσα παρέμβασης, τα κοινωνικά κινήματα υπενθυμίζουν ότι η τεχνολογική πρόοδος δεν πρέπει να επισκιάζει τη σημασία της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της προσωπικής αυτονομίας. Η τελική απάντηση ίσως να μην βρίσκεται στην πλήρη αποδοχή ή απόρριψη, αλλά σε μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην ιατρική φροντίδα και τον κοινωνικό σεβασμό.

Παρά την έντονη κριτική που δέχεται, το κίνημα της αποδοχής του σώματος (body acceptance) δεν στηρίζεται μόνο σε ιδεολογικά ή ακτιβιστικά επιχειρήματα — αλλά και σε επιστημονικά δεδομένα που αμφισβητούν τον παραδοσιακό τρόπο με τον οποίο ορίζεται και αντιμετωπίζεται η παχυσαρκία.

Ένα από τα βασικά σημεία των ακτιβιστών είναι ότι η κοινωνική προκατάληψη απέναντι στο σωματικό βάρος είναι από μόνη της επιβλαβής για την υγεία. Έρευνα των Puhl & Heuer (2010) δημοσιευμένη στο American Journal of Public Health έδειξε ότι το στίγμα βάρους οδηγεί σε υψηλότερα επίπεδα άγχους, κατάθλιψης και αποφυγής ιατρικής φροντίδας, ενώ μπορεί ακόμη και να συμβάλλει σε περαιτέρω αύξηση βάρους. Δηλαδή, η κοινωνική πίεση να αδυνατίσει κάποιος, όχι μόνο δεν βοηθά πάντα, αλλά μπορεί να χειροτερεύει την κατάσταση.

Αμφισβήτηση για τον ΔΜΣ

Επιπλέον, ο ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) — το βασικό εργαλείο με το οποίο οι γιατροί κρίνουν ποιος θεωρείται «παχύσαρκος» — δέχεται αυξανόμενη αμφισβήτηση. Μελέτη των Tomiyama et al. (2016) στο International Journal of Obesity αποκάλυψε ότι σχεδόν οι μισοί από όσους ταξινομούνται ως «υπέρβαροι» είχαν φυσιολογικούς δείκτες υγείας, ενώ και ένας σημαντικός αριθμός παχύσαρκων ατόμων είχαν καρδιομεταβολική υγεία εντός φυσιολογικών ορίων. Αυτό ενισχύει το επιχείρημα πως «το βάρος από μόνο του δεν λέει την πλήρη αλήθεια».

Ένα ακόμη κρίσιμο σημείο των επικριτών της φαρμακευτικής παρέμβασης είναι το γεγονός ότι η μακροπρόθεσμη απώλεια βάρους μέσω δίαιτας σπάνια διατηρείται. Μελέτη των Mann et al. (2007) στο American Psychologist κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ανακτούν το βάρος που χάνουν μέσα σε 1 έως 5 χρόνια — συχνά με επιπλέον κιλά. Αυτό ενισχύει τη θεωρία ότι η «κουλτούρα της δίαιτας» (diet culture) οδηγεί σε φαύλο κύκλο αποτυχιών και αυτοϋποτίμησης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναδύεται και το ερευνητικά τεκμηριωμένο μοντέλο “Health at Every Size” (HAES), το οποίο υποστηρίζει πως οι υγιείς συμπεριφορές — όπως η ισορροπημένη διατροφή, η σωματική δραστηριότητα και η αυτοφροντίδα — μπορούν να βελτιώσουν την υγεία ανεξαρτήτως απώλειας βάρους. Μελέτη των Bacon & Aphramor (2011) στο Nutrition Journal έδειξε πως παρεμβάσεις τύπου HAES οδήγησαν σε βελτιώσεις της ψυχολογικής και σωματικής υγείας, χωρίς επίκεντρο την αλλαγή στο σώμα. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν λιγότερη κατάθλιψη, καλύτερη σχέση με το φαγητό και βελτιωμένους δείκτες υγείας.

Όλα τα παραπάνω δεν ακυρώνουν τις επιστημονικές ενδείξεις για τους κινδύνους της παχυσαρκίας, αλλά φέρνουν στο προσκήνιο μια εναλλακτική προσέγγιση: ότι η υγεία είναι πολυδιάστατη και ότι η αποδοχή του σώματος, η ψυχική ισορροπία και η απουσία στίγματος είναι κρίσιμοι παράγοντες, όχι δευτερεύοντες.



Πηγή in.gr