Η Παλαιστίνη χάνεται – Ένας λαός πεθαίνει δίχως δάκρυ από τους “ανθρωπιστές” της οικουμένης
Στου κόσμου την αυγή, εκεί όπου ο ήλιος γεννιέται από αίμα και σιωπή, ένα παιδί μες στα χαλάσματα μαθαίνει την αλφαβήτα του θανάτου. Ο τόπος λέγεται Παλαιστίνη. Και η ιστορία της δεν γράφεται με μελάνι, παρά με αίμα. Και δάκρυ δεν τη συντροφεύει. Μόνο μια οικουμενική βουβαμάρα, ντυμένη με φωτογραφικά χαμόγελα αρχηγών και λογοκοπίες περί «ανθρωπισμού».
Τούτη η γη, που μιλά αρχαίες διαλέκτους, που αντηχεί ακόμη τις προσευχές των πατριαρχών και τους ψιθύρους των προφητών, σήμερα βογκά κάτω από μπάζα. Οι δρόμοι της έγιναν ποτάμια λάσπης, αίματος και παιδικού λυγμού. Τα σπίτια της, ανοίγματα στην ανυπαρξία. Και οι ψυχές των κατοίκων της, παγιδευμένες ανάμεσα στο να υπάρξουν ή να μην υπάρξουν πια. Κι όποιος απομείνει όρθιος, κουβαλά έναν θρήνο στην πλάτη – όχι μόνον για τους χαμένους, αλλά και για εκείνους που, αν και ζωντανοί, δεν πρόφτασαν να ζήσουν.
Η Παλαιστίνη δεν πεθαίνει σήμερα. Πεθαίνει αργά, διαρκώς, επί δεκαετίες. Πεθαίνει μπροστά στα μάτια της ανθρωπότητας, μα ο θάνατός της δεν προκαλεί ούτε δάκρυ ούτε οργή. Μόνο ένα βολικό μουρμουρητό περί «διεθνών ισορροπιών» και «δυσχερών γεωπολιτικών». Κι ύστερα, σιωπή. Η σιωπή των βολεμένων και των επαγγελματιών ειρηνοποιών. Εκείνων που μετρούν τους νεκρούς με βάση τις συμμαχίες κι όχι την αξία της ζωής.
Ο παλαιστινιακός λαός δεν ζητά οίκτο. Ζητά δικαιοσύνη. Δεν εκλιπαρεί για ελεημοσύνη. Φωνάζει για ελευθερία. Μα ποιος τον ακούει; Η Δύση, αποστρέφει το βλέμμα. Οι μεγάλοι οργανισμοί, μεταθέτουν αποφάσεις, αναβάλλουν ψηφίσματα, επιλέγουν την ουδετερότητα – λες και μπορεί κανείς να είναι ουδέτερος όταν ένα παιδί σκοτώνεται στο παιχνίδι του ή μια μάνα ξεθάβει το κορμί του γιου της με τα νύχια.
Ούτε οι λέξεις πια δεν επαρκούν. Έχουν εξαντληθεί από το πολύ πασάλειμμα. «Σύγκρουση», «σύρραξη», «παράπλευρες απώλειες» – όροι στείροι, απάνθρωποι. Ούτε «πόλεμος» δεν λέγεται. Μόνο μια «επιχείρηση». Κι η ζωή του Παλαιστίνιου γίνεται αριθμός, σημείωση σε ρεπορτάζ, στατιστικό μέγεθος δίχως πρόσωπο. Δίχως ιστορία. Δίχως μέλλον.
Κι όμως! Υπάρχει μια πεισματική ελπίδα που δε λέει να πεθάνει. Είναι στα μάτια εκείνου του κοριτσιού που με τα χέρια χτυπημένα κρατά ένα βιβλίο. Είναι στο χαμόγελο του νεαρού που στήνει ξανά ένα σκουριασμένο δοκάρι για να παίξουν μπάλα τα μικρά. Είναι στην προσευχή του γέροντα που δεν εγκατέλειψε το χαλάκι του ούτε όταν το σπίτι του έγινε σκόνη. Είναι σ’ αυτούς που αντέχουν και συνεχίζουν. Ακόμη και με τη βεβαιότητα πως αύριο ίσως να μην υπάρχουν.
Και εμείς, οι έξω, οι θεατές, τι κάνουμε; Πόσοι από εμάς σταθήκαμε να δούμε στα μάτια τον πόνο τους; Πόσοι δεχτήκαμε να διαβάσουμε πίσω από τις ειδήσεις; Να διακρίνουμε την αδικία πίσω από την πολιτική ορθότητα; Πόσοι νιώσαμε να μας πνίγει η ντροπή για τη δική μας σιωπή;
Μα η σιωπή είναι συνενοχή. Όταν ένας λαός πεθαίνει και κανείς δεν φωνάζει, τότε όλοι οι “ανθρωπιστές” της γης γίνονται συνένοχοι στον θάνατό του. Όταν η δικαιοσύνη γίνεται επιλεκτική, δεν είναι πια δικαιοσύνη. Είναι μηχανισμός καταστολής.
Η Παλαιστίνη χάνεται, όχι μονάχα από βόμβες, αλλά από την εγκατάλειψη. Από τη λήθη. Από την υποκρισία εκείνων που στολίζουν τα λόγια τους με λέξεις όπως «ειρήνη» και «δικαιώματα», αλλά κλείνουν τα μάτια όταν η βία υπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Μα η ιστορία γράφει και καταγράφει. Και κάποτε, το χέρι της θα στραφεί και σ’ εμάς. Και τότε, εκείνη η μικρή Παλαιστίνη, αυτός ο λαός που πέθαινε αργά, χωρίς δάκρυ, θα μας κρίνει. Όχι με εκδίκηση – γιατί η αξιοπρέπεια δεν εκδικείται. Μα με το βλέμμα εκείνου του παιδιού που δε γνώρισε γαλήνη. Και θα ρωτήσει:
«Όταν καιγόταν το σπίτι μου, πού ήσασταν;»
Και σαν να μην έφτανε ο χαλασμός, ήρθαν κι οι προτάσεις των “σωτήρων”. Κι ανάμεσά τους, εκείνος ο πάλαι ποτέ κραταιός, που στον οίστρο του μεγαλείου του πρότεινε –τάχα ως ειρηνοποιός– να μετατραπεί η ματωμένη Παλαιστίνη σε τουριστικό θέρετρο· να σβηστεί από τον χάρτη η πατρογονιά και να παραχωρηθεί η γη στους επενδυτές. Κι ο λαός της; Εκτοπισμένος. Διωγμένος. Εξόριστος στη μνήμη του. Να σκορπιστεί, λέει, σε μουσουλμανικές χώρες, σαν να ’ταν φτωχός συγγενής ή ανεπιθύμητος φιλοξενούμενος.
Μα πώς να γίνει θέρετρο μια γη που είναι τάφος παιδιών; Πώς να φυτευτεί φοινικιά σε χώμα που δεν πρόφτασε να θάψει όλους τους νεκρούς του; Πώς να στηθούν ξενοδοχεία πάνω σε θεμέλια που είναι ακόμη ζεστά από κραυγές;
Κι εκείνοι που τόλμησαν να οραματιστούν αυτόν τον «τουριστικό παράδεισο» –ανίδεοι απ’ το βάθος του πόνου, ανάλγητοι μπρος στο βάρος της Ιστορίας– αγνοούν πως η Παλαιστίνη δεν εκποιείται. Δεν ξεριζώνεται. Δεν εξαγοράζεται. Η Παλαιστίνη κατοικεί στις καρδιές όσων θυμούνται. Και θα θυμούνται. Όσων αγαπούν χωρίς συμφέρον και φωνάζουν χωρίς φόβο.
Γιατί όσο κι αν την κυνηγήσουν, όσο κι αν την πουλήσουν ή τη μοιράσουν σαν λάφυρο, η Παλαιστίνη θα συνεχίζει να ψιθυρίζει το όνομά της μέσα απ’ τα χαλάσματα. Και τούτος ο ψίθυρος θα γίνεται φωνή. Και η φωνή κραυγή. Και κάποτε η κραυγή, θα γίνει επιστροφή.
Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]