Άνθρωποι και Τοπία της Κρήτης: Οροπέδιο Λασιθίου – Εκεί που η φύση συνομιλεί με τον ουρανό!
Λίγο πριν η Ανάσταση φωτίσει τις καρδιές, λίγο πριν οι καμπάνες σημάνουν το χαρμόσυνο μήνυμα, η ψυχή αναζητά τη δική της λύτρωση. Και ποια καλύτερη πορεία προς το φως από μια περιδιάβαση στα τοπία της Κρήτης, εκεί όπου η φύση απλώνει το μεγαλείο της σαν πολύχρωμο υφαντό στα χέρια της Άνοιξης; Ο δρόμος από το Ηράκλειο προς το Οροπέδιο Λασιθίου είναι ένας καμβάς γεμάτος αντιθέσεις. Φεύγοντας από τη βουή της πόλης, η ανάσα πλαταίνει. Οι ελιές και οι χαρουπιές ξεδιπλώνουν τα ασημένια τους φύλλα στο χάδι του ανέμου, ενώ τα κυπαρίσσια στέκουν φύλακες των μυστικών του τόπου. Ο δρόμος ανηφορίζει, και η Κρήτη αποκαλύπτει σιγά σιγά τη μυσταγωγία της.
Στο ύψος του Σελλίου, τα βλέμματα αιχμαλωτίζονται από τη θέα του Κρητικού Πελάγους. Το φως παίζει με το νερό, δημιουργώντας ένα αέναο πανηγύρι χρωμάτων. Τα άγρια βότανα των πλαγιών, το φλισκούνι και η μαλοτήρα, ευωδιάζουν στον αέρα, μνήμες μιας γης που πάντα προσφέρει απλόχερα. Πιο πάνω, οι εκτάσεις ξεδιπλώνονται σαν πράσινο κύμα. Οι πρώτοι ανεμόμυλοι, ακίνητοι πια, σαν γέροντες σοφοί, ψιθυρίζουν ιστορίες περασμένων καιρών. Εδώ, το βλέμμα αρχίζει να συλλαμβάνει το μεγαλείο του Οροπεδίου. Μια κοιλάδα απέραντη, σκαρφαλωμένη ψηλά, σαν ένας κόσμος δικός της, περιτριγυρισμένος από τα γυμνά – τώρα χιονισμένα βουνά της Δίκτης.
Μπαίνοντας στο Οροπέδιο, η φύση αγκαλιάζει τον επισκέπτη με μια αίσθηση ιερότητας. Η πεδιάδα είναι ένα χαλί από χρώματα – πράσινο από τα σπαρτά, λευκό και ροζ από τις ανθισμένες αχλαδιές και τις μυγδαλιές, κίτρινο από τις μαργαρίτες που ξεπετάγονται ανέμελα. Τα νερά της Άνοιξης κυλούν από παντού, ποτίζοντας τη γη που ξέρει να ανταποδίδει απλόχερα τους κόπους των ανθρώπων. Τα χωριά του Οροπεδίου, διάσπαρτα σαν πολύτιμες χάντρες, διατηρούν την αυθεντική κρητική ψυχή. Στο Ψυχρό, το Δικταίο Άντρο, η σπηλιά που γέννησε, σύμφωνα με τον μύθο, τον Δία, στέκει μυσταγωγική, σαν να φυλάει ακόμα τα αρχέγονα μυστικά του χρόνου. Στον Άγιο Κωνσταντίνο και στο Τζερμιάδο, οι μυρωδιές του φρεσκοψημένου ψωμιού και του ξύλου που καίει στις παραστιές αγκαλιάζουν την αίσθηση της φιλοξενίας.
Και πάνω από όλα, το φως. Ένα φως αλλιώτικο, κρυστάλλινο, καθαρό, σαν να φιλτράρεται από τα χιόνια της Δίκτης. Ένα φως που αγκαλιάζει την ψυχή, την καθαίρει, την προετοιμάζει για το μήνυμα της Ανάστασης.
Ο δρόμος ανηφορίζει νωχελικά, σαν να παίρνει ανάσα πριν αγκαλιάσει το φως των θεών. Ελιές και χαρουπιές ψιθυρίζουν στον άνεμο, και το βλέμμα χάνεται στις πλαγιές που μοιάζουν να χαράχτηκαν από τα χέρια των Τιτάνων. Η άνοιξη μόλις που στέλνει τα πρώτα της μηνύματα, κι όμως τούτος ο τόπος είναι διαχρονικός, λες και η φύση έχει βρει εδώ τον ρυθμό της αιωνιότητας.
Το Οροπέδιο Λασιθίου, κοιτίδα μύθων και αρχαίων θρύλων, ξανοίγεται μπροστά μας σαν ένα απέραντο καμβάρι, όπου το πράσινο της εύφορης γης σμίγει με το γαλάζιο του ουρανού. Οι ανεμόμυλοι, σιωπηλοί φρουροί του χρόνου, στέκονται αγέρωχοι, αν και τα φτερά τους δεν γυρίζουν πια τόσο συχνά. Κάποτε, ήταν αυτά που πότιζαν τη γη και έκαναν το Λασίθι σιτοβολώνα του νησιού. Το αυτοκίνητο κυλά στον φιδωτό δρόμο. Κάθε στροφή και μια μικρή αποκάλυψη: πέτρινα χωριά με φρεσκοασβεστωμένα σπίτιακαι άνθρωποι που σε χαιρετούν με εκείνη την αληθινή, ανεπιτήδευτη ζεστασιά που μονάχα η Κρήτη ξέρει να προσφέρει. Λίγο πριν το Δικταίο Άντρο, το σπήλαιο όπου, σύμφωνα με τον μύθο, γεννήθηκε ο Δίας, ξεπροβάλλει ένα μικρό εστιατόριο. Η ξύλινη πινακίδα στην είσοδο γράφει ένα όνομα που ξυπνά αρώματα στις μνήμες των περαστικών, μα οι μυρωδιές που ξεχύνονται από την κουζίνα είναι αρκετές για να σε κάνουν να σταματήσεις.
Μπαίνοντας, μια φωτιά σιγοκαίει στο τζάκι, ενώ ένα μεγάλο τραπέζι με όμορφο τραπεζομάντηλο περιμένει τον επισκέπτη να ακουμπήσει τα όνειρα της ημέρας. Οικοδέσποινα, μια γυναίκα με μάτια γεμάτα καλοσύνη και χέρια που μοσχοβολούν βασιλικό και θυμάρι. Το καλωσόρισμά της, αληθινό όσο και η πέτρα που στηρίζει τους τοίχους του μαγαζιού.
“Πεινασμένοι, ε;” ρωτά χαμογελώντας και δίχως άλλη κουβέντα, φέρνει στο τραπέζι μια στάμνα με κρύο νερό, φρεσκοζυμωμένο ψωμί, ελιές και το βρισκούμενο για το καλωσόρισμα. Οι πρώτες μπουκιές κουβαλούν το άρωμα της αυθεντικότητας. Η κουζίνα της Κρήτης δεν χρειάζεται πολλά, μόνο αγάπη και σεβασμό στα υλικά. Το τραπέζι γεμίζει σιγά-σιγά. Μυζήθρα που λιώνει στο στόμα, αρνί τσιγαριαστό με δεντρολίβανο και πατάτες που μοσχοβολούν βούτυρο. Κι έπειτα, το κορυφαίο δώρο της κρητικής παράδοσης: κρασί, και ρακή, που έρχεται να σφραγίσει τη στιγμή.
“Ένα κρασί για τον δρόμο“, προτείνει ο οικοδεσπότης, κι ας μην έχουμε ακόμα φύγει. Στην Κρήτη, το ποτήρι δεν αδειάζει, όπως και η καρδιά δεν κουράζεται να δίνει.
Αφήνοντας το εστιατόριο, το βλέμμα στρέφεται ξανά στο Δικταίο Άντρο. Εκεί, που η γη ανοίγεται για να ψιθυρίσει μυστικά αιώνων. Ο αέρας μυρίζει φασκόμηλο και δάφνη, σαν να σε προσκαλεί σε μια συνάντηση με τους θεούς. Θλίψη μας κυρίεψε γιατί λόγω έργων αποκατάστασης στο Σπήλαιο δεν μπορέσαμε να το επισκεφτούμε!
Το φως αρχίζει να χαμηλώνει, βάφοντας τα βουνά με αποχρώσεις του μελιού. Το Οροπέδιο απλώνεται μπροστά μας σαν ένα ατελείωτο χαλί, και η ψυχή γεμίζει μ’ εκείνη τη γλυκιά αίσθηση της πληρότητας που μονάχα ένας τόπος σαν κι αυτόν μπορεί να χαρίσει. Στο γυρισμό, το βλέμμα επιστρέφει ξανά και ξανά στις κορυφές, στους μύλους, στα λιβάδια γεμάτα νερά που σχηματίζουν λιμνούλες και μένουν πίσω. Η ψυχή κουβαλά τη γαλήνη, την απλότητα, την άγια ομορφιά αυτού του τόπου. Και με αυτή την αίσθηση, με αυτή τη μυστική ευλογία, πλησιάζει η νύχτα της Ανάστασης. Μια νύχτα που βρίσκει την καρδιά πιο ανάλαφρη, πιο γεμάτη από την αλήθεια της φύσης, της Κρήτης, της ίδιας της ζωής.
Το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ. Το Λασίθι μένει στην καρδιά, όπως μένουν τα χαμόγελα των ανθρώπων του, οι γεύσεις που μιλούν για αγάπη και η αίσθηση πως, έστω για λίγο, περπατήσαμε σε μια γη που ανήκει στους θεούς, αλλά πάντα αφήνει χώρο και για τους ανθρώπους.
Κοιτάζοντας με τα μάτια της ψυχής, σαν γύριζα πίσω θυμήθηκα τον «Ύμνο της φύσης» του αείμνηστου φίλου μας μουσικού Αντώνη Φραγκιαδάκη και …
Το Χαμοκατσίφαρο
Μιαν ώρια αυγή θα σηκωθώ, μια ωργιόπλουμη αυγούλα!
Στο χάραμα τσηταχηνής, στσης πάχνης τη δροσούλα…
Μιαν ακριβή μου πεθυμιά και τάξιμο θα κάνω ταχιά – ταχιά, κατσά – κατσά θα βγω στα όρη απάνω, πέτρα τη πέτρα πατουχια, πέτρα τη πέτρα ζάλο να βγαίνω να σφυρολογώ ριζίτικο τραγούδι κι αέρας να δροσολογά και να ‘ρχεται από το φρούδι. Ασκινοπόδια να πατώ, ασπαλάθους κι αστιβίδες στα ζάλα… στα ζάλα που επατούσανεαλλότε οι μαντρατζίδες, στην ακριβή μου πεθυμιά ετούτο θέλω ακόμη: να δω πώς είναι από κοντά τα’ αοριού οι νόμοι και πώς… και πώς συνοπορεύονται γης κι ουρανού οι δρόμοι πέτρες, δεντρά, έχνη, ζούμπερα, βοσκοί και γκαλονόμοι… να δω τη γ-κρούστα του χιονιού την ώρα απούλίωνει και, και στάζει κάδιο το νερό απάνω στο λιατσάκι κι αγάλια – αγάλια γίνεται ένα μικρό ργυακάκι και το ργυακάκι χείμαρρος, θολός – κατεβασάρης και ποταμός χειμωνικός δριμύς κι αναποδάρης… Να δω τσιμπροσταρότραγους με τσικριγιούς ομάδι κι ορδινιασμένο να κλουθάξωπίσω το κουράδι… Ν’ ακούσω σφύριγμα βοσκού στα κορφαλάκια απάνω και ν-το περήφανο αητό τ’ αέρα να ζυγιάζει και στην κορφή τσ’ ασφεντιλιάς να δω το ζυγαρδέλι που μου γλυλοκεκάηδενεόντε ν- ήμουνε κοπέλι. Τα λιναρίδια από τη μια, τ’ αηδόνια από την άλλη μα ίντα γλυκοί κελαηδησμοί θα με πλανέψουν πάλι, εκειά στ’ αποδειαφώτισμααπού η ταχηνή ροδίζει που τ’ όνειρο – που τ’ όνειρο πάει να κοιμηθεί κι ο νους αναντρανίζει, ν’ ακούσω πετροκοτσιφό να γλυκοκακαρίζει τη κοτσιφίνα να καλεί να ντη καλημερίζει, με σκέρτσα και καμώματα να ντη καλωσορίζει μ’ ερωτικό κελαηδισμό γλυκά να πιπιρίζει και το γλυκοπιπίρισμα ν’ απλώωωσει και ν’ αφήσει ερωτικήνανασεμιά η φύση να μορφήσει κι ο ερωτικός κελαηδισμός του κοτσιφού να φέρει, τη σκέψη μου απάνω σου παντοτινό μου ταίρι!!
Και τ’ αγριοπούλια τ’ αοριού τ’ αγουροξυπνημένα να ντη καλημερίζουνε τη στραντα μου και μένα……Αλεπουράνοι, κάναβοι, βιτσίλες κιρκινέζια, σκλόπες κι αγριοπερίστερα μπεκάτσες κι ατσελέγοι, κοράκοι και χρυσαετοί, κίσσες και καρακάτσες, τσίχλες, κοκκινολαίμηδες, κάριες και καλιακούδες, σκάρες και πετρογέρακα, φάσες , κοκκινομπέτες να δω… να δω τον έρωντα ν’ αθεί απάνω εις στσιδέτες και μέσα στσιραϊσμαθιές στων εγκρεμώτσι πέτρες, στ’ αρώματα τσ’ αρύγανης ο νους μου να ξυπνήσει κι όλα τα κοπελάτα μου να μου ξαναθυμήσει και με τ’ αγριοβότανα ο μπέτης μου ν’ ανοίξει:
Αντωναΐδες , δύκταμοι, θύμοι και κατσοπρίνια, φλυσκούνια και φασκομηλιές , θρύμπες και μαλοτύρες… Ω! τσιμπαντέρμες ομορφιές απού ‘χω να μπαντήξω κι οθέμπού να πρωτοστραφώ, πού να πρωτοξανοίξω κι όλα του κόσμου τα όμορφα στη στράτα π’ ανταμώνω. Θεε μου… Θε μου και δο μου άλλα 2 μάθια να καμαρώνω κι όντε θα φτάξω στ’ αοριού το πρώτο το μασκάλι και με τα μάθιατση ψυχής να καμαρώσω πάλι, χαράκι ριζιμιό θα βρω για να το προσκυνήσω, να γονατίσω ευλαβικά με σεβασμό να σκύψω, λες κι ήτανε, λες κι ήτανε κιανείς θεός, μα διαφορά δεν έχει!! Τ’ αγρίμια τω ψηλώβουνώ να βρω να κάμω φίλους κι από τσι πηγές ντωποταμώ να πιω να ξεδιψάσω. Στου πρίνου ντο παχύ ασκιανό τον ύπνο να χορτάσω και με τσι πετροπέρδικες αθιβολές να πιάσω.
Να πορπατήξω σε ψηλό κι άγριο μονοπάτι, μπροστά μου να σαλεύουνε κουρνοί και λαγαράτοι, στο πέταγμα του φάλκονα ν’ αναχεντρώσει η σκέψη και με τα λέρια των οζώ ο νους μου να μερέψει, ν’ ακούσω τσι γλυκούς σκοπούς που σου τραγουδεί τ’ αόρι και το χαμοκατσίφαρο…. να βάλω.. πανωφόρι!!!
Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]