Μιχάλης Καμπιτάκης: Ουσιαστική στήριξη στην παραγωγή, όχι επιδοτήσεις σε αγρότες του «καναπέ»
της Εύας Νιργιανάκη…
Το ελαιόλαδο αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κρητικής παράδοσης και οικονομίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι ελαιοπαραγωγοί της Κρήτης αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις που επηρεάζουν την παραγωγή και την εμπορία του προϊόντος. Η κλιματική αλλαγή, με την παρατεταμένη ανομβρία, έχει επηρεάσει αρνητικά την απόδοση των ελαιώνων, ιδιαίτερα των μη αρδευόμενων. Παράλληλα, οι τιμές παραγωγού παρουσιάζουν σημαντική πτώση, φτάνοντας έως και το 40% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ οι τιμές λιανικής παραμένουν υψηλές. Επιπλέον, η καθυστέρηση στην καταχώριση του κρητικού ελαιολάδου ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) δημιουργεί ανησυχίες για την προστασία και την ανάδειξη της ποιότητάς του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγροτικές κινητοποιήσεις εντείνονται, με τους παραγωγούς να διεκδικούν ουσιαστική στήριξη από την πολιτεία.
Ο κ. Καμπιτάκης Μιχάλης, Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΑΣΟΕΕ), έχει εκφράσει επανειλημμένα την ανησυχία του για την κατάσταση στον αγροτικό τομέα και ειδικότερα στην ελαιοπαραγωγή της Κρήτης. Με πολυετή εμπειρία και ενεργό συμμετοχή στα αγροτικά δρώμενα, αποτελεί σημαντική φωνή για τα δικαιώματα και τα προβλήματα των παραγωγών.
Κύριε Καμπιτάκη, πώς αξιολογείτε την τρέχουσα κατάσταση της ελαιοπαραγωγής στην Κρήτη, λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες κλιματικές προκλήσεις και τις επιπτώσεις τους στην παραγωγή;
Η κλιματική αλλαγή έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην παραγωγή ελαιολάδου στην Κρήτη, κάτι που βιώσαμε έντονα τα τελευταία χρόνια. Το 2023 δεν υπήρξε καθόλου παραγωγή, ενώ το 2024, αν και υπήρξε κάποια ποσότητα, ήταν σαφώς μειωμένη. Για να τεκμηριωθεί ότι αυτή η καταστροφή οφείλεται στην κλιματική αλλαγή, η Περιφέρεια Κρήτης προχώρησε στη σύνταξη σχετικού φακέλου, του οποίου, ωστόσο, η τύχη παραμένει άγνωστη. Οι παραγωγοί βρεθήκαμε σε μια παράδοξη κατάσταση: η τιμή του ελαιολάδου ήταν ιδιαίτερα υψηλή, αλλά η παραγωγή μας ήταν ελάχιστη έως μηδενική, γεγονός που έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Αυτή ήταν η πραγματικότητα της σεζόν 2023-2024, ενώ το ίδιο μοτίβο συνεχίζεται και φέτος.
Η ζημιά οφείλεται κυρίως στον παρατεταμένο καύσωνα του καλοκαιριού, που συνοδεύτηκε από έντονη ανομβρία για δεύτερη και τρίτη συνεχόμενη χρονιά. Συνολικά, η παραγωγή έχει μειωθεί κατά 30-40%, σε σχέση με τις εκτιμήσεις που θα ίσχυαν, υπό φυσιολογικές συνθήκες.
Οι τιμές παραγωγού έχουν σημειώσει σημαντική πτώση, ενώ οι τιμές λιανικής παραμένουν υψηλές. Πού αποδίδετε αυτή την απόκλιση και ποιες ενέργειες θεωρείτε απαραίτητες για την εξισορρόπηση της αγοράς;
Οι τιμές παραγωγού και οι τιμές λιανικής του ελαιολάδου παρουσιάζουν μια τεράστια διαφορά, ένα φαινόμενο που δεν εμφανίστηκε τώρα, αλλά επιδεινώθηκε σημαντικά το τελευταίο διάστημα. Αυτό αποτελεί ένα διαχρονικό πρόβλημα για τους αγρότες, οι οποίοι πωλούν το προϊόν τους σε πολύ χαμηλές τιμές, ενώ οι καταναλωτές το αγοράζουν ακριβά. Σήμερα, βλέπουμε το ελαιόλαδο να πωλείται στα ράφια από 11,50 έως και 14 ή 15 ευρώ το λίτρο, σαν να έχει αγοραστεί από τους παραγωγούς στα 9-9,50 ευρώ. Αντίθετα, ο μέσος όρος τιμής παραγωγού κυμαίνεται μεταξύ 4 και 6 ευρώ το λίτρο, γεγονός που αφήνει ελάχιστα περιθώρια στους παραγωγούς να επωφεληθούν από τις αυξημένες τιμές λιανικής.
Οι παραγωγοί δεν έχουν τη δυνατότητα να παρέμβουν σε αυτήν τη διαφορά τιμών. Η λύση βρίσκεται στους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, που μέσω του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης θα πρέπει να επιβλέψουν την αγορά, ώστε να εξασφαλιστεί μια πιο δίκαιη διαμόρφωση των τιμών. Έτσι, ο παραγωγός θα λαμβάνει μια πιο ικανοποιητική αμοιβή για το προϊόν του, ενώ ο καταναλωτής θα μπορεί να προμηθεύεται το ελαιόλαδο σε πιο προσιτές τιμές, διατηρώντας το στη διατροφή του ως βασικό αγαθό.
Η καθυστέρηση στην καταχώριση του κρητικού ελαιολάδου ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) έχει προκαλέσει ανησυχίες. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης και ποιες θα είναι οι συνέπειες για τους παραγωγούς και την τοπική οικονομία;
Η εξέλιξη αυτή έχει προκαλέσει ανησυχία τόσο στον αγροτικό κόσμο, όσο και σε εμάς, τους εκπροσώπους του. Ωστόσο, θεωρώ πως, εφόσον έχει εγκριθεί σε εθνικό επίπεδο, η διαδικασία θα ολοκληρωθεί θετικά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διασφαλίζοντας ότι το κρητικό ελαιόλαδο θα αναγνωρίζεται ως προϊόν γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ).
Η πρωτοβουλία αυτή ξεκίνησε μέσα από τη συνεργασία της Περιφέρειας Κρήτης, της Αγροδιατροφικής Σύμπραξης και διαφόρων οργανώσεων, οι οποίες ανέλαβαν να προωθήσουν την κατοχύρωση του ελαιολάδου. Προσωπικά, θεωρώ ότι το ιδανικό θα ήταν όλο το κρητικό ελαιόλαδο να καταχωρηθεί ως προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ). Ωστόσο, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τους φορείς, που διαχειρίζονται τα ήδη κατοχυρωμένα ΠΟΠ ελαιόλαδα της Κρήτης, καθώς ανησυχούσαν ότι αυτό θα επηρέαζε τη δική τους θέση στην αγορά.
Λόγω αυτών των αντιδράσεων, επιλέχθηκε η λύση της γεωγραφικής ένδειξης (ΠΓΕ) σε παγκρήτιο επίπεδο, μια απόφαση που τελικά αποδείχθηκε μονόδρομος. Κατά τη διαδικασία κατοχύρωσης, υπήρξαν και ενστάσεις εντός της χώρας, καθώς υπήρξε απαίτηση να επιτραπεί η τυποποίηση του κρητικού ελαιολάδου και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ευτυχώς, καταφέραμε να αντικρούσουμε αυτό το αίτημα και να διασφαλίσουμε ότι η τυποποίηση θα γίνεται αποκλειστικά στην Κρήτη.
Πιστεύω πως το επόμενο διάστημα θα έχουμε και την επίσημη έγκριση σε διεθνές επίπεδο, κάτι που θα ενισχύσει σημαντικά τις πωλήσεις του κρητικού ελαιολάδου και θα προσδώσει προστιθέμενη αξία στο προϊόν μας.
Έχετε αναφερθεί στην ανάγκη στήριξης των παραγωγών που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή. Ποιες συγκεκριμένες προτάσεις έχετε καταθέσει προς την πολιτεία για την ενίσχυση αυτών των παραγωγών;
Όλοι γνωρίζουμε πως οι επιδοτήσεις της Ε.Ε. για τη φυτική παραγωγή στην Κρήτη, είναι ουσιαστικά μηδενικές. Χαρακτηριστικά, ένας παραγωγός που το 2014 λάμβανε 10.000€ σε πραγματική επιδότηση, σήμερα λαμβάνει μόλις 1.500-2.000€, ποσό που καλύπτει σχεδόν αποκλειστικά τα έξοδα ασφάλισης και ενεργοποίησης των δικαιωμάτων του. Δεν υπάρχει ουσιαστική στήριξη—είναι πλέον μια μορφή επιδόματος.
Ταυτόχρονα, βρισκόμαστε στο μέσο μιας κλιματικής κρίσης, την οποία οι αγρότες βιώνουμε άμεσα και έντονα, χωρίς καμία ουσιαστική προετοιμασία ή προστασία. Θα έπρεπε ήδη να έχουν κατασκευαστεί μικρά φράγματα σε όλη την Κρήτη, καθώς και δίκτυα άρδευσης, ώστε να διασφαλιστεί η επάρκεια νερού για τις ελαιοκαλλιέργειες, τους αμπελώνες, τα θερμοκήπια και τις υπαίθριες καλλιέργειες. Δυστυχώς, το μεγαλύτερο ποσοστό των ελαιόδεντρων δεν αρδεύεται, με αποτέλεσμα η παραγωγή να πέφτει κάτω από το 50% της δυναμικότητάς της, ενώ σε ακραίες χρονιές, όπως η περσινή και η φετινή, οι απώλειες φτάνουν έως και το 80% λόγω έλλειψης υποδομών.
Αντί, λοιπόν, η πολιτεία να στηρίξει ουσιαστικά τους παραγωγούς, αδιαφορεί και δεν αναλαμβάνει δράση, ακόμα και όταν υπάρχουν τεκμηριωμένα αιτήματα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο φάκελος που συντάχθηκε το 2023 από την Περιφέρεια Κρήτης με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Παρότι περιείχε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να διεκδικηθούν αποζημιώσεις και στήριξη, η διαδικασία δεν προχώρησε. Αυτή η αδράνεια έχει ως αποτέλεσμα να βλέπουμε κάθε χρόνο περισσότερους αγρότες να εγκαταλείπουν τις καλλιέργειές τους.
Επιπλέον, η Κρήτη ποτέ δεν αναγνωρίστηκε επίσημα ως νησί, όσον αφορά τα ευεργετήματα της νομοθεσίας. Αυτό σημαίνει, ότι δεν απολαμβάνει προνόμια, όπως χαμηλότερα μεταφορικά κόστη για εισροές και εκροές, ούτε κάποια επιπλέον στήριξη στο εισόδημα των παραγωγών. Παρότι δεν ανήκουμε στην ηπειρωτική χώρα, αντιμετωπιζόμαστε σαν να είμαστε, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί να επωμίζονται αυξημένα έξοδα χωρίς καμία αντιστάθμιση.
Αν η ελληνική κυβέρνηση και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης θέλουν πραγματικά να στηρίξουν τους παραγωγούς, θα πρέπει να προχωρήσουν άμεσα σε τρεις βασικές ενέργειες:
-Υλοποίηση έργων υποδομής, όπως φράγματα και αρδευτικά δίκτυα.
-Οικονομική στήριξη στις περιόδους με μεγάλα ποσοστά ζημιών λόγω κλιματικής κρίσης.
-Αναγνώριση της Κρήτης ως νησί, ώστε να επωφεληθεί από τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.
Δυστυχώς, όμως, δεν φαίνεται να υπάρχει πολιτική βούληση για να γίνουν αυτές οι αλλαγές.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις εντείνονται. Ποια είναι τα κύρια αιτήματα των παραγωγών και ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την πολιτεία για την επίλυσή τους;
Το βασικό πρόβλημα είναι η απουσία μιας ολοκληρωμένης αγροτικής πολιτικής. Εδώ και δεκαετίες, καμία κυβέρνηση δεν έχει εφαρμόσει ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη στήριξη της αγροτικής παραγωγής. Ο κάθε αγρότης προσπαθεί μόνος του να επιβιώσει, κυριολεκτικά «κρατώντας τον εαυτό του από τα μαλλιά». Αυτό που ζητάμε από την ελληνική κυβέρνηση είναι να αναγνωρίσει τη σημασία του πρωτογενούς τομέα ως έναν από τους βασικούς πυλώνες της εθνικής οικονομίας.
Χρειαζόμαστε ουσιαστική στήριξη στην παραγωγή, όχι επιδοτήσεις-ασπιρίνες ή επιδοτήσεις σε αγρότες του «καναπέ». Η κατάσταση επιδεινώνεται, καθώς τα αμπέλια σταδιακά εγκαταλείπονται, οδηγώντας σε μια μονοκαλλιέργεια που και αυτή πλέον παύει να είναι βιώσιμη. Οι εξευτελιστικές τιμές όλων των προϊόντων και η έλλειψη ελέγχων στα αδασμολόγητα εισαγόμενα προϊόντα μάς καθιστούν εντελώς απροστάτευτους. Η ελληνική και η ευρωπαϊκή αγορά κατακλύζονται από προϊόντα αμφίβολης ποιότητας, την ώρα που ο Έλληνας παραγωγός αδυνατεί να ανταγωνιστεί.
Ένα ακόμη ζήτημα είναι η αναγνώριση των νησιωτικών περιοχών. Η Κρήτη και άλλα νησιά έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως ο μικρός κλήρος, οι δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες και το αυξημένο κόστος μεταφοράς, που καθιστούν την αγροτική παραγωγή ακόμα πιο απαιτητική. Όμως, η χώρα μας δεν τα έχει προβάλλει επαρκώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να εξασφαλίσει επιπλέον μέτρα στήριξης.
Το κράτος είναι απών. Δεν υπάρχει έρευνα, καθοδήγηση ή στρατηγικός σχεδιασμός για τις καλλιέργειες. Οι αγρότες δεν γνωρίζουν ποια προϊόντα να καλλιεργήσουν, πώς να προσαρμοστούν σε νέες συνθήκες ή αν αξίζει να αλλάξουν καλλιέργεια. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πρόγραμμα «Αμάλθεια» για τη στήριξη των κτηνοτρόφων, που ενώ ανακοινώθηκε πριν από 4-5 χρόνια, ακόμα δεν έχει υλοποιηθεί.
Η αγροτική πολιτική θα έπρεπε να στοχεύει στην αναζωογόνηση της υπαίθρου, ώστε ο αγρότης να παραμείνει στο χωριό του και να παράγει ποιοτικά ελληνικά προϊόντα. Αντιθέτως, σήμερα καταλήγουμε να εισάγουμε προϊόντα αμφιβόλου ποιότητας από τρίτες χώρες, χωρίς κανέναν έλεγχο στα μέσα και τα σκευάσματα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τους.
Η έλλειψη σχεδιασμού έχει οδηγήσει σε συνεχή συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού. Οι τελευταίες δεκαετίες σημαδεύτηκαν από μαζική εγκατάλειψη των καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να φτάσουμε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα παραγωγών. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, ο πρωτογενής τομέας βαδίζει προς εξαφάνιση.
Δυστυχώς, οι κινητοποιήσεις των αγροτών είναι μονόδρομος. Διεκδικούμε πολιτικές που θα εξασφαλίσουν το μέλλον της ελληνικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, πριν να είναι πολύ αργά.
Ποιος είναι ο ρόλος των συνεταιριστικών οργανώσεων στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελαιοπαραγωγή και πώς μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των παραγωγών;
Είμαι και πάντα ήμουν υποστηρικτής των συλλογικών σχημάτων. Στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στο νησί μας, οι περισσότεροι αγρότες δεν είναι μεγαλοπαραγωγοί που μπορούν να διαπραγματευτούν μόνοι τους, τις τιμές των προϊόντων ή τις συμφωνίες για τις προμήθειές τους. Για να πετύχουμε οικονομία κλίμακας και να δώσουμε υπεραξία στα προϊόντα μας, χρειαζόμαστε συλλογική δράση, μέσα από συνεταιρισμούς και οργανωμένες ομάδες παραγωγών.
Το πρόβλημα είναι ότι εδώ και δεκαετίες, το συνεταιριστικό κίνημα έχει αποδυναμωθεί, λόγω έλλειψης ελέγχων και σωστής οργάνωσης. Οι συνεταιρισμοί που πάνε καλά σήμερα, το οφείλουν αποκλειστικά στο φιλότιμο των διοικήσεων και των εργαζομένων τους, όχι σε ένα οργανωμένο θεσμικό πλαίσιο. Αυτό, όμως, δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα.
Για να ξαναγίνουν οι συνεταιρισμοί πραγματικό στήριγμα για τον αγρότη, απαιτούνται, κίνητρα από το κράτος, ώστε ο παραγωγός να επιστρέψει στα συλλογικά σχήματα, κανόνες και ελέγχους, για να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η σωστή λειτουργία τους, και διαπραγματευτική ισχύ, για καλύτερες τιμές τόσο στις πωλήσεις προϊόντων όσο και στις αγορές αγροτικών εφοδίων (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, μηχανήματα κ.λπ.).
Ένα καλά οργανωμένο συλλογικό σχήμα μπορεί να εξασφαλίσει εξοπλισμό και υποδομές, που ένας μεμονωμένος παραγωγός δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει. Για παράδειγμα, αντί να αγοράζει κάθε αγρότης ένα τρακτέρ αξίας 50.000-100.000€, μια ομάδα παραγωγών, μπορεί να το διαχειρίζεται από κοινού, μειώνοντας σημαντικά το κόστος.
Είμαι υπέρ των συνεταιρισμών, αλλά όχι με το μπάχαλο που επικρατεί σήμερα. Ένα συλλογικό σχήμα πρέπει να λειτουργεί με σαφείς κανόνες, ελέγχους και κρατική στήριξη, όπως γινόταν παλιότερα. Δυστυχώς, όμως, φαίνεται, πως δεν υπάρχει πολιτική βούληση να ενισχυθεί η συνεταιριστική οργάνωση. Αντιθέτως, οι αγρότες αφήνονται να παλεύουν μόνοι τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το μέλλον της ελληνικής γεωργίας.
Ποιες στρατηγικές θεωρείτε απαραίτητες για την προώθηση και την ανάδειξη του κρητικού ελαιολάδου στις διεθνείς αγορές, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητά του;
Το κρητικό ελαιόλαδο πρέπει να εξάγεται τυποποιημένο. Δεν μιλάμε για τη δημιουργία δεκάδων νέων τυποποιητηρίων – κάτι που έχει ήδη δοκιμαστεί στο παρελθόν. Αναφερόμαστε στην κατάκτηση των διεθνών αγορών, με οργανωμένο και στρατηγικό τρόπο.
Κάθε χρόνο δαπανούμε τεράστια ποσά, αλλά δεν επενδύουμε σε στοχευμένες διαφημιστικές καμπάνιες. Οι πολυεθνικές εταιρείες μας κατακλύζουν με προωθήσεις ξενόφερτων προϊόντων, δημιουργώντας τεχνητές ανάγκες στους καταναλωτές. Αυτό ακριβώς χρειάζεται να γίνει και για το ελληνικό ελαιόλαδο:
Διαφήμιση, διαφήμιση και ξανά διαφήμιση!
Η Ελλάδα υποδέχεται εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο, και όμως, κανείς δεν σκέφτηκε να τους προσφέρει, έστω μια μινιατούρα ελαιολάδου ως αναμνηστικό. Μια τέτοια κίνηση θα λειτουργούσε ως φυσική διαφήμιση της ποιότητας του προϊόντος μας, δημιουργώντας αυθεντικούς πρεσβευτές του ελληνικού ελαιολάδου στο εξωτερικό. Ο επισκέπτης, επιστρέφοντας στη χώρα του, θα το αναζητήσει ξανά. Και εμείς, αντί να αφήνουμε αυτή την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, οφείλουμε να έχουμε το προϊόν μας τυποποιημένο, με συγκεκριμένο brand name, έτοιμο να τον περιμένει στο ράφι των διεθνών αγορών.
Οι εκθέσεις στο εξωτερικό είναι σημαντικές, καθώς εκεί κλείνονται συμφωνίες και έχει γίνει, όση προώθηση έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Όμως δεν αρκεί. Χρειάζονται νέοι, πιο καινοτόμοι τρόποι διαφήμισης και προβολής, ώστε το κρητικό ελαιόλαδο να αποκτήσει τη θέση που του αξίζει στη διεθνή αγορά.
Η Κρήτη διαθέτει ένα ισχυρό όνομα παγκοσμίως, και αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί. Το ελαιόλαδο δεν μπορεί να συνεχίσει να εξάγεται χύμα, χωρίς ονομασία και ταυτότητα. Πρέπει να δημιουργήσουμε ένα δυνατό brand name, ώστε να μην εξαρτόμαστε από τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς.
Σήμερα, βλέπουμε το εξαιρετικό μας ελαιόλαδο να υφίσταται τις συνέπειες της υπερπροσφοράς από άλλες χώρες, όπως η Ισπανία. Έτσι, ενώ διαθέτουμε το καλύτερο λάδι εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχουμε κατακτήσει τη θέση που μας αναλογεί.
Τέλος, ποιο είναι το μήνυμά σας προς τους νέους που σκέφτονται να ασχοληθούν με την ελαιοκαλλιέργεια στην Κρήτη, δεδομένων των σημερινών προκλήσεων και ευκαιριών;
Όσοι δεν διαθέτουν προϋπάρχουσα εμπειρία ή τουλάχιστον μια οικογενειακή βάση, που θα τους παρέχει καθοδήγηση και κάποια εξασφάλιση, καλό θα ήταν να το σκεφτούν πολύ σοβαρά πριν αποφασίσουν να ασχοληθούν επαγγελματικά.
Αν κάποιος ξεκινήσει από το μηδέν, χωρίς καμία εξασφάλιση, το πιθανότερο είναι να απογοητευτεί γρήγορα και να τα παρατήσει – συχνά μάλιστα καταχρεωμένος. Η ελαιοκαλλιέργεια απαιτεί επένδυση, χρόνο και συνέπεια, και δεν αποτελεί εύκολη ή άμεση πηγή εισοδήματος.
Φυσικά, στην Κρήτη, οι περισσότεροι κάτοικοι – είτε ζουν στην ενδοχώρα είτε στις μεγάλες πόλεις – διαθέτουν κάποιες ελιές. Ωστόσο, αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί σοβαρά και επαγγελματικά με την παραγωγή ελαιολάδου, δεν μπορεί να το δει ως μια περιστασιακή ενασχόληση.
Αν, όμως, υπάρχει ένα άλλο βασικό εισόδημα και η ελαιοκαλλιέργεια αντιμετωπίζεται ως δευτερεύουσα ή συμπληρωματική δραστηριότητα, τότε μπορεί κάποιος να ασχοληθεί πιο άφοβα. Στην περίπτωση αυτή, θα μπορούσε να συγκομίζει τις ελιές του όποτε το επιθυμεί, και ίσως να έχει ακόμα και μεγαλύτερο κέρδος συγκριτικά με έναν επαγγελματία, ο οποίος έχει σταθερά υψηλά κόστη παραγωγής.
Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι δεν μπορεί κανείς να επιβιώσει οικονομικά μόνο από την ελαιοκαλλιέργεια, αν δεν διαθέτει τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Όποιος ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τον κλάδο, θα πρέπει να είναι πλήρως προετοιμασμένος και να μην βασίζεται μόνο σε μια ρομαντική εικόνα της αγροτικής ζωής.