Γερμανία: Βαριά σύννεφα για τη γερμανική οικονομία – Μειώνει τις προβλέψεις για ανάπτυξη
Η μεγαλύτερη οικονομία της ευρωπαϊκής ηπείρου, η Γερμανία, παλεύει να ξεφύγει από το σπιράλ της ύφεσης. Η οικονομία της συρρικνώθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά το 2024, θα παραμείνει σχεδόν στάσιμη το 2025, ενώ οι προοπτικές ανάπτυξης από το 2026 είναι αναιμικές.
Με τις πρόωρες εκλογές, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης του Όλαφ Σολτς, να έχουν οριστεί στις 23η Φεβρουαρίου η γερμανική κυβέρνηση μείωσε την πρόβλεψή της για την οικονομική ανάπτυξη το 2025 στο 0,3%. Η νέα πρόβλεψη είναι πολύ χαμηλότερη από την προηγούμενη για ανάπτυξη 1,1%, που είχε εκδοθεί τον Οκτώβριο.
Η γερμανική κυβέρνηση μείωσε την πρόβλεψή της για την οικονομική ανάπτυξη το 2025
Η Γερμανία δεν έχει καταφέρει καμία ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καθώς αγωνίζεται να αντιμετωπίσει τις μεγάλες αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία και τις δικές της διαρθρωτικές προκλήσεις. Τα προκαταρκτικά στοιχεία που δημοσιεύθηκαν πριν από δύο εβδομάδες έδειξαν ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν συρρικνώθηκε κατά 0,2% πέρυσι, μετά από μείωση 0,3% το 2023.
Η οικονομία κορυφαίο θέμα της προεκλογικής εκστρατείας
Η οικονομία είναι ένα από τα κορυφαία θέματα της προεκλογικής εκστρατείας για τις βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται επτά μήνες πριν από τον αρχικό προγραμματισμό τους, αφού ο τρικομματικός συνασπισμός υποχώρησε τον Νοέμβριο.
Οι υποψήφιοι για την Καγκελαρία έχουν διατυπώσει αντίθετες προτάσεις για το πώς θα ξαναρχίσει να αναπτύσσεται.
Ο αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος είναι επίσης υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, ανέφερε σε δήλωσή του ότι «οι παγκόσμιες κρίσεις των τελευταίων ετών έπληξαν ιδιαίτερα σκληρά την οικονομία μας που είναι προσανατολισμένη στη βιομηχανία και τις εξαγωγές», αν και η ενεργειακή κρίση αποτράπηκε και ο πληθωρισμός μειώθηκε.
Είπε ότι έχει γίνει όλο και πιο σαφές ότι η Γερμανία πάσχει από θεμελιώδη διαρθρωτικά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της «έλλειψης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, γραφειοκρατίας και επενδυτικής αδυναμίας, τόσο στις ιδιωτικές όσο και στις δημόσιες επενδύσεις».
Ο Χάμπεκ επεσήμανε την «υψηλή αβεβαιότητα» σχετικά με την οικονομική και εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και την αβεβαιότητα σχετικά με τη μετεκλογική πορεία της ίδιας της Γερμανίας.
Μείωση της ανταγωνιστικότητας
Η ατμομηχανή της Ευρώπης βρίσκεται σε οικονομική υπαρξιακή κρίση και στέλνει ρίγη στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, που βλέπουν να αναβιώνει ο φόβος μιας νέας πληθωριστικής κρίσης, πριν καλά-καλά ξεπεράσουμε την προηγούμενη.
Μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας η οικονομία της Γερμανίας σήμερα έχει συρρικνωθεί κατά 5%. Πιο ανησυχητικό, σύμφωνα με το Bloomberg Economics, είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελλείμματος είναι δύσκολο να ανακτηθεί λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων όπως η απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας αλλά και τη φθίνουσα πορεία των αυτοκινητοβιομηχανιών που αποτελούν ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας.
Υπό τα νέα δεδομένα, η συνολικότερη μείωση της ανταγωνιστικότητας σημαίνει ότι κάθε νοικοκυριό βρίσκεται σε χειρότερη θέση κατά περίπου 2.500 ευρώ ετησίως.
Αυτό που φαίνεται είναι ότι η Γερμανία χάνει εξαιτίας της ενεργοβόρας μετάβασης από το φθηνό ρώσικο φυσικό αέριο σε εναλλακτικές μορφές ενέργειας. Οι εξαγωγές διολισθαίνουν καθώς οι εταιρείες περιορίζουν τις εγχώριες επενδύσεις.
Λεφτά για στρατό… υπάρχουν
Στο μεταξύ, ο Φρίντριχ Μερτς, συντηρητικός ηγέτης του CDU που θεωρείται φαβορί για να αναδειχθεί καγκελάριος μετά τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, έχει δεσμευτεί να αυξήσει τη χρηματοδότηση του στρατού.
Η Γερμανία δαπανά ήδη το 2% του ΑΕΠ για την άμυνά της, αλλά αυτό οφείλεται σε ένα ταμείο 100 δισ ευρώ που δημιούργησε ο Σολτς μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη για τις αμυντικές ανάγκες της Γερμανίας, το Βερολίνο θα πρέπει να δαπανήσει τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ για να δημιουργήσει μια σύγχρονη στρατιωτική δύναμη. Μόλις λήξει το ειδικό ταμείο το 2026, αυτό θα σήμαινε πρόσθετη προσπάθεια περίπου 1,8% του ΑΕΠ ετησίως.
Η πρόκληση για τη μελλοντική κυβέρνηση είναι σαφής: να βρει περισσότερο από το 3% του ΑΕΠ, ή 140 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ακόμη και όταν η ανάπτυξη επιβραδύνεται και οι περικοπές δαπανών είναι δύσκολο να βρεθούν στον προϋπολογισμό.
Πηγή in.gr