Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της

2 Φεβρουαρίου 2025 -

«Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος κατά το Επίσημο δείπνο που παρέθεσε χθες, Σάββατο (1/2) το μεσημέρι στους Έλληνες Ευρωβουλευτές και στα μέλη της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας, με την ευκαιρία έναρξης της νέας Κοινοβουλευτικής Περιόδου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Παρέστησαν, επίσης, ο Αντιπρόεδρος της Βουλής Αθανάσιος Μπούρας, ο Επίσκοπος Τανάγρας κ. Απόστολος, Διευθυντής του Γραφείου της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, ο Πρωτοπρεσβύτερος Εμμανουήλ Παπαμικρούλης, Γραμματέας της Συνοδικής Επιτροπής επί των Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων και ο Αρχιδιάκονος Δημήτριος Φωκιανός.

Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή
(ΦΩΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ// ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ)

Καλωσορίζοντας τους καλεσμένους ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τονίζοντας τα ιστορικά βήματα και τα οφέλη της, όπως την ειρήνη και τη συνεργασία. Επίσης, επεσήμανε τη συμβολή των Εκκλησιών στη διαδικασία αυτή και τη συνεργασία τους με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. «Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή, ενώ εκφράζει την οποιαδήποτε άποψή της, πάντοτε με αγαθή προαίρεση και επειδή θέλει ουσιαστικά να επιτύχει και όχι να αποτύχει το αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να καταστεί μόνιμο και σπουδαίο, βασισμένο σε υγιείς αρχές και αξίες, για να μπορέσει εν τέλει να διατηρηθεί» σημείωσε ο Αρχιεπίσκοπος.

Αναλυτικά ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε

«Καλώς ήλθατε! Σας ευχαριστώ θερμότατα που ανταποκριθήκατε με ευγένεια στην πρόσκλησή μας. H παρουσία σας μάς τιμά και μας χαροποιεί.

Με αφορμή, λοιπόν, το κοινό αυτό δείπνο της πρώτης γνωριμίας μας, θα μου επιτρέψετε να μοιραστώ μαζί σας ορισμένες σκέψεις μου αναφορικά με τη συντελευμένη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέσω της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.

Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση

Η ιδέα της «Ενώσεως» των ευρωπαϊκών λαών δεν είναι νέα. Υπήρξαν διάφορες προσπάθειες στο παρελθόν, ωστόσο μόνο στο τέλος του 19ου αιώνα η ιδέα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης εκφράζεται σαν πολιτικό και υπερπολιτικό σύνθημα.

Εν τούτοις, εξ αιτίας των δύο καταστρεπτικών Παγκοσμίων Πολέμων του προηγουμένου αιώνα, το όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης υπέστη καθοριστικό πλήγμα και δεν επανήλθε παρά αμέσως μετά το τέλος του φρικτού Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου – εν πολλοίς ως απόρροια του – και πιο συγκεκριμένα επανήλθε με την Ιδρυτική Συνθήκη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τη Συνθήκη της Ρώμης του 1957.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου (1991) σήμανε την επέκταση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη και ευτυχώς και προς τη μαρτυρική και διηρημένη – ακόμη – από την τουρκική στρατιωτική κατοχή μεγαλόνησό μας Κύπρο. Απομένουν πλέον προς ένταξη τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία ελπίζουμε να ενταχθούν σύντομα, αφού προηγουμένως καλύψουν τις σχετικές προϋποθέσεις, ιδιαιτέρως σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θρησκευτικής ελευθερίας, κράτους δικαίου, δημοκρατίας κλπ. Το ζήτημα της Τουρκίας είναι περίπλοκο, πολύπλοκο και η υποψηφιότητά της άκρως προβληματική, από πολλές απόψεις. Υποθέτω πως η ΕΕ θα δει το θέμα ψύχραιμα και εις βάθος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης υπήρξε μοναδικό ιστορικό επίτευγμα τεραστίων διαστάσεων. Αποτελεί τη σημαντικότερη διαδικασία ειρηνικής και ελεύθερης «ενώσεως» κρατών και λαών, αντιμαχομένων μέχρι θανάτου κατά το πρόσφατο παρελθόν τους, «ενώσεως» έστω ατελούς και υβριδικής. Τα οφέλη υπήρξαν πολλαπλά, με σημαντικότερο την εμπέδωση της ειρήνης, της ανοχής και της συνεργασίας, την καταπολέμηση του εθνικισμού καθώς και άλλων ακραίων ιδεολογιών και συστημάτων, τα οποία είχαν ταλαιπωρήσει τη Γηραιά Ήπειρο το προηγούμενο ήμισυ του αιώνα. Η εμπέδωση της ειρήνης μοιάζει σήμερα απόλυτα δεδομένη και φυσιολογική, εν τούτοις δεν ήταν καθόλου τέτοια στο παρελθόν.

Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχήΑρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή
(ΦΩΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ// ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ)

Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήλθε, θεωρώ, να μας το υπενθυμίσει, ασχέτως των ευθυνών. Ταυτόχρονα, χάρις στην Ευρωπαική ολοκλήρωση εξασφαλίσθηκαν και άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα, η αύξηση του βιωτικού επιπέδου και η συνοχή, η προστασία του περιβάλλοντος, για να αναφέρω μόλις μερικά από τα πολλά και σπουδαία επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.

Η Συμβολή των Εκκλησιών

Στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνέβαλε πολύτιμα και ο από πολλών δεκαετιών διεξαγόμενος διαχριστιανικός Διάλογος προς επίτευξη καταλλαγής και συνεργασίας μεταξύ των Εκκλησιών και την επιστροφή τους στην αρχαία ενωμένη Εκκλησία της πρώτης χιλιετίας του ηνωμένου τότε Χριστιανισμού Ανατολής και Δύσεως.

Αναγνωρίζοντας, μάλιστα, την τεράστια σημασία της διαδικασίας ολοκλήρωσης και την αναγκαία συμβολή και συνεισφορά των Εκκλησιών, οι Εκκλησίες, Ρωμαιοκαθολική, Προτεσταντικές και Ορθόδοξη, δημιούργησαν θεσμούς και γραφεία αντιπροσώπευσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβάλλοντας ποικιλοτρόπως στην οικοδόμηση και επίτευξη του ευρωπαϊκού οράματος.

Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίφημη προπαρασκευαστική διαδικασία του Ευρωσυντάγματος απέρριψε – ακατανόητα και αδικαιολόγητα – το προοίμιο με τις αναφορές στην αρχαιοελληνική και χριστιανική Παράδοση της Ευρώπης. Εν τούτοις, η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007) θεσμοθέτησε μόνιμο Διάλογο μεταξύ της ΕΕ και των Εκκλησιών. Το Άρθρο 17 αναφέρει τα εξής:

«1. Η Ένωση σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι εκκλησίες και οι θρησκευτικές ενώσεις η κοινότητες στα Κράτη – Μέλη. 2. Η Ένωση σέβεται επίσης το καθεστώς που έχουν σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο οι φιλοσοφικές και μη ομολογιακές οργανώσεις. 3. Η Ένωση διατηρεί ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις εκκλησίες και τις οργανώσεις αυτές, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ταυτότητα και συμβολή τους».

Με τον τρόπο αυτόν, η Ε.Ε. αναγνωρίζει τον μείζονα πνευματικό, πολιτιστικό και κοινωνικό ρόλο των Εκκλησιών. Είναι επίσης προφανές ότι αναγνωρίζεται η βαρύτητα του Χριστιανισμού. Η στάση αυτή είναι θετική και αποτελεί την βάση του θεσμικού διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Εκκλησιών προς επίτευξη του ευρωπαϊκού οράματος. Το Άρθρο αυτό αποτελεί μία καλή βάση.

Η συμβολή της Εκκλησίας της Ελλάδος

Η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε σε γενικές γραμμές από επιφυλατική έως θετική. Εν πάση περιπτώσει το 1980 εν όψει της εισόδου της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ, η Εκκλησία συνέστησε την α’ Ειδική Επιτροπή παρακολουθήσεως θεμάτων της Ε.Ε., κατόπιν δε το Γραφείο Σχέσεων το 1994, ενώ το 1998 ιδρύθηκε η «Ειδική Συνοδική Επιτροπή Παρακολουθήσεως Ευρωπαϊκών Θεμάτων» και αμέσως μετά εγκαινιάσθηκε -επί του Προκατόχου μου κυρού Χριστοδούλου – το Γραφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, κατόπιν συμφωνίας με το Οικουμενικού Πατριαρχείο επί τη βάσει ρήτρας αμοιβαιότητος εκπροσωπήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε Βρυξέλλες και Αθήνα αντιστοίχως.

Πρώτος Διευθυντής ορίσθηκε ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Αχαίας Αθανάσιος, ο οποίος έθεσε τις βάσεις του Γραφείου στην πρώτη κρίσιμη περίοδο, διαχειριζόμενος με διάκριση, σύνεση, ευγένεια και διπλωματία την λειτουργία του, καταθέτοντας αξιοπρεπώς την μαρτυρία της Ελλαδικής Εκκλησίας.

Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχήΑρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή
(ΦΩΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ// ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ)

Ο σκοπός του Γραφείου υπήρξε διττός : Αφ’ ενός μεν να παρακολουθεί την διαδικασία ολοκλήρωσης και να ενημερώνει την Ιεραρχία και τον λαό, αφ’ ετέρου δε να συμβάλλει εποικοδομητικά με την συνήθη «προφητική φωνή» των Εκκλησιών στην συνεχώς εξελισσόμενη διαδικασία ολοκλήρωσης, μεταφέροντας τις απόψεις και ανησυχίες της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ορθοδόξου Λαού, ενδυναμώνοντας τις διορθόδοξες σχέσεις, τον διάλογο μεταξύ των Εκκλησιών και των θρησκειών, αλλά κυρίως και πρωτίστως τον διάλογο με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα θεσμικά της όργανα. Αν και δεν είναι ευρέως γνωστό, η Εκκλησία της Ελλάδος υπήρξε η πρώτη Ορθόδοξη Εκκλησία που θεσμοθέτησε ήδη από το 1980 μηχανισμό παρακολουθήσεως των εξελίξεων της ευρωπαϊκής ενώσεως, ακριβώς εξ αιτίας της επικειμένης – τότε – εισόδου της Πατρίδος μας στην Ε.Ο.Κ.

Σήμερα

Η Εκκλησία της Ελλάδος συνεχίζει να βλέπει θετικά τη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Αποδέχεται πολλές από τις αξίες που αυτή η διαδικασία ενσαρκώνει και προωθεί, διαφωνεί, όμως, με άλλες, υπερασπιζόμενη τις αιώνες διαχρονικές αξίες Της, οι οποίες πηγάζουν όχι από οποιαδήποτε πεπερασμένη ανθρώπινη φιλοσοφία η κοσμοθεωρία, αλλά από την θεόπνευστη παράδοσή Της και φέρουν ανεξίτηλο το φως της αλήθειας και της αποκαλύψεως του Αγίου Πνεύματος.

Εν πάση περιπτώσει, η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή Της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή, ενώ εκφράζει την οποιαδήποτε άποψή της, πάντοτε με αγαθή προαίρεση και επειδή θέλει ουσιαστικά να επιτύχει και όχι να αποτύχει το αναπτυσσόμενο και εξελισσόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να καταστεί μόνιμο και σπουδαίο, βασισμένο σε υγιείς αρχές και αξίες, για να μπορέσει εν τέλει να διατηρηθεί.

Οι Εκκλησίες κομίζουν μία βαθειά δισχιλιετή εμπειρία και σοφία, διότι προϋπήρχαν και αυτών ακόμη των Ευρωπαϊκών Κρατών, συμβάλλοντας καθοριστικά στη δημιουργία τους, και διότι γνωρίζουν ότι δίχως βαθειές πνευματικές αξίες και αναφορές, είναι δύσκολο έως αδύνατο να διατηρηθούν τα οποιαδήποτε «ανθρώπινα κατασκευάσματα». Η κατάρρευση, εις τα εξ ων συνετέθησαν, διαφόρων πολιτικών και πολιτειακών «ενώσεων», παλαιοτέρων και προσφάτων, αποδεικνύει του λόγου το αληθές.

Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχήΑρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Η Εκκλησία δεν επιβάλλει τη θέασή της, αλλά την προβάλλει προς ελεύθερη αποδοχή
(ΦΩΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ// ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ)

Ειδικότερα, η Εκκλησία της Ελλάδος ενδιαφέρεται για ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, θεμελιωδών ελευθεριών, ζητήματα σχέσεων εκκλησίας – πολιτείας, ταυτότητος, δημογραφίας, κοινωνικής συνοχής και κοινωνικών δικαιωμάτων, τεχνητής νοημοσύνης, περιβάλλοντος, ασφάλειας εσωτερικής και εξωτερικής, του ακανθώδους και κρισίμου ζητήματος της μετανάστευσης πληθυσμών προς την Ευρώπη.

Τα ζητήματα αυτά αγγίζουν διαφοροτρόπως και διαφορομόρφως θεμελιώδεις πτυχές της Εκκλησίας. Η Εκκλησία υποστηρίζει την λελογισμένη ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, υπογραμμίζοντας συνάμα την τεράστια σημασία της προστασίας του παραδοσιακού θεσμού του γάμου και της οικογένειας ως κυττάρου της κοινωνίας.

Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι έτοιμη να συμμετάσχει εποικοδομητικά στον διεξαγόμενο Διάλογο αναφορικά με το παρόν και το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά και σε άλλα μείζονα κοινωνικά ζητήματα, στον διαχριστιανικό και διαθρησκειακό διάλογο, στην εμπέδωση της ειρήνης, της καταλλαγής, της ανοχής, της αγάπης, της συνεργασίας, της προστασίας του περιβάλλοντος, μεταφέροντας την μακρά φιλοκαλική Της παράδοση, εμποτισμένη με την χάρη του Παναγίου Πνεύματος.

Εντός του πλαισίου αυτού, λοιπόν, επιζητούμε τον συνεχή Διάλογο με τα ευρωπαικά θεσμικά όργανα, το Ευρωπαικό Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Εσείς οι Ευρωβουλευτές αποτελείτε εν πολλοίς την γέφυρα επικοινωνίας της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το Γραφείο της Εκκλησίας της Ελλάδος φιλοδοξεί να συμβάλει σχετικά. Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας. Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Τανάγρας κ. Απόστολος, Διευθυντής του Γραφείου, είναι ανοικτός σε κάθε συνεργασία.

Περαίνοντας, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται αναφορές σε διαχρονικές αξίες για να μπορέσει να επιβιώσει. Εσείς, ως Έλληνες, οφείλετε να συμβάλετε σε αυτό, τόσο με την ευθυκρισία μιας ελληνορθόδοξης «προφητικής» ματιάς, όσο και με την ανανεωτική και ανακαινιστική δύναμη της ελληνικής και ορθόδοξης παράδοσής μας. Σας ενθαρρύνω πατρικά να το προσπαθήσετε εντατικά.

Καλή επιτυχία στην ευθυνοφόρα αποστολή Σας επ’ αγαθώ της Ελλάδος και της Ευρώπης».

Κατόπιν, χαιρετισμό απηύθυναν ο Αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Αθανάσιος Μπούρας, o οποίος μετέφερε τις ευχές του Προέδρου της Βουλής κ. Νικήτα Κακλαμάνη και αναφέρθηκε στην ανάγκη συνεργασίας πολιτικών και θρησκευτικών παραγόντων τονίζοντας ότι οι θρησκευτικές αξίες μπορούν να αποτελέσουν έναν χρήσιμο ηθικό χάρτη για την οικοδόμηση ανθεκτικών ευρωπαϊκών κοινωνιών. Κατόπιν, χαιρετισμό απηύθυνε και ο Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης Ορθοδοξίας κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, ο οποίος, μεταξύ άλλων, μίλησε και για το έργο της Δ.Σ.Ο.

Πηγή ertnews.gr