Άνθρωποι και Τοπία της Κρήτης – Το Μαλεβίζι στη Μάχη της Κρήτης - antilalospress.gr
Μοίρες
+19°C

Άνθρωποι και Τοπία της Κρήτης – Το Μαλεβίζι στη Μάχη της Κρήτης

18 Οκτωβρίου 2024 - /

Β Μέρος. 

Προ της Μάχης της Κρήτης θα συμβούν τρία αξιόλογα γεγονότα από Μαλεβιζιώτες, που σηματοδότησαν την ίδια την πορεία της Μάχης στο νησί, τον Μάιο του 1941.

Το πρώτο είναι η συμμετοχή δύο σπουδαίων βενιζελικών προσωπικοτήτων από το Μαλεβίζι, που είχαν ήδη γράψει πολιτική και κοινωνική ιστορία στην Κρήτη, του καπετάν Αντώνη Γρηγοράκη ή Σατανά από τον Κρουσώνα και του καπετάν Μανόλη Μπαντουβά τις Ασίτες, τις αρχές του Οκτωβρίου 1940, σε απόπειρα δολιοφθοράς στο Καστελόριζο.

Η επιχείρηση οργανώθηκε από την Ιντέλιτζενς Σέρβις, με επίκεντρο το Αγγλικό Προξενείο Ηρακλείου και τον αρχαιολόγο Πετλέμπουρυ, πράκτορα της Ιντέλιντζενς Σέρβις στην Κρήτη, καθώς και τους βενιζελικούς, τότε αγγλόφιλους, του Ηρακλείου. Σκοπός της επιχείρησης ήταν η καταστροφή του ιταλικού ασυρμάτου στο Καστελόριζο και η αρπαγή του ιταλικού ταχυδρομείου από δώδεκα, περίπου, Ηρακλειώτες οπλοφόρους, ανάμεσα στους οποίους ηγετικό ρόλο είχαν ο Εμμ. Μπαντουβάς και ο Αντ. Γρηγοράκης ή Σατανάς.

Η Ελλάδα δεν είχε μπει ακόμα στον πόλεμο του 1940, η επιχείρηση ήταν της αγγλικής κατασκοπείας που ήθελε να πληροφορηθεί τις κινήσεις των Ιταλών στην ανατολική Μεσόγειο και το όλο εγχείρημα είχε σχετική μόνο επιτυχία. Ο Μπαντουβάς, αφού δεν είχε μπει η Ελλάδα στον πόλεμο, ορθά ισχυρίστηκε ότι: “Δεν μπορούμ’ εμείς αφού είμαστανε σύμμαχοι να διατάσσετε εσείς να πηγαίνουμε κι η κυβέρνησή μας να μη(ν) ξέρει πως θα πάμε σε μιαν αποστολή». […]

Με την έναρξη, επίσης, του ελληνο-ιταλικού πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940, οργανώνεται σώμα εθελοντών από Μαλεβιζιώτες και άλλους Ηρακλειώτες που δεν επιστρατεύθηκαν λόγω ηλικίας, με πρωτοβουλία του Μανόλη Μπαντουβά, με σκοπό να μεταβούν στο μέτωπο. Αλλά, «εκάμαμ’ ένα τηλεγράφημα στο Μεταξά και μας απαντά ότι δεν δέχεται εθελοντικά σώματα».

Αξιοπρόσεκτα είναι, επίσης, προ της Μάχης της Κρήτης, τα οχυρωματικά έργα που έγιναν στο οροπέδιο της Νίδας στον Ψηλορείτη και τα οποία τα έφτιαξαν Κρουσανιώτες. Είχε προηγηθεί σύσκεψη βενιζελικών, δυναμικών παραγόντων στο Ηράκλειο, με πρωτοβουλία του Διοικητή των Αγγλικών Δυνάμεων στο νησί, τον Απρίλιο του 1941, λίγες ημέρες πριν από την πτώση των αλεξιπτωτιστών.

Κατά την κρίση των Άγγλων Επιτελικών στόχος των Γερμανών θα ήταν το λιμάνι Ηρακλείου και το μόνο οργανωμένο αεροδρόμιο του νησιού στις Ρουσές Ηρακλείου. Τα άλλα δύο αεροδρόμια που είχαν φτιαχτεί εκείνες τις μέρες, του Μάλεμε και του Λατσιμά Ρεθύμνου, χωρίς αεροπορία, δεν διέθεταν ασφαλτοστρωμένο διάδρομο, είχαν χωματένιο. Οι Άγγλοι είχαν, επίσης, σπάσει με τον κώδικα Ultraτον κώδικα των Γερμανών και ήξεραν ότι θα επιτεθούν από τον αέρα. Προέβλεπαν, συνεπώς, ότι οι Γερμανοί θα έπεφταν στον τομέα Ηρακλείου, γιατί τους ενδιέφερε μόνο το οργανωμένο αεροδρόμιο τότε. […].[γράφει ο συγγραφέας Αντ.Σανουδάκης, Δ/κτοραςΠανε/μιου].

Β’ Παγκόσμιος πόλεμος – Κατοχή – Ηράκλειο

Θα ήθελα να αναφερθώ σε ζωντανή μαρτυρία ενός 10χρονου παιδιού στα χρόνια της Κατοχής ο οποίος έγινε διάσημος εικαστικός και με τον χρωστήρα του πήρε εκδίκηση για το κακό που έζησε στην τρυφερή του ηλικία, στο Ηράκλειο! Πρόκειται για τον αείμνηστο σπουδαίο ζωγράφο Μπότη Θαλασσινό από την Τύλισσο.

Διαβάζω την μαρτυρία του, ίδια λόγια μ’ εκείνα που μου εμπιστεύτηκε στις ατέλειωτες συζητήσεις και συνεντεύξεις που μου έδωσε στο ατελιέ του Θενών 74 αλλά και σε συναντήσεις φίλων στο Ηράκλειο και στις Αρχάνες.

Όταν μιλάμε για τον καλλιτέχνη Μπότη Θαλασσινό η πένα χαρούμενη αφήνει στο άγραφο χαρτί τα ίχνη της πορείας του, μαγεμένη από τον καλλιτέχνη σ’ ένα μεθύσι δίχως τελειωμό! Κοντοστέκεται στους πίνακες της Λευτεριάς και της αντρειοσύνης μη ξέροντας τι να γράψει και τι ν’ αφήσει και γνωρίζοντας καλά ότι τούτος ο λόγος στο χαρτί σύνορα έχει, δε βολεύεται θέλει να καταγράψει  και ν’ αφήσει τ’ αχνάρια τα πολύτιμα της ιστορίας, χρέος μεγάλο τούτο! Η ιστορία ζωντανή μπροστά μας, μπροστά στους πίνακες του ηρωικού αγώνα για τη Λευτεριά, η ψυχή του δημιουργού φαίνεται εμπρός μας και πώς να καταγράψεις μια τέτοια ψυχή! Μέσα από τα εγκλήματα των εχθρών της Λευτεριάς και η άγρια όψη του πολέμου, η ειρήνη στέλνει το μήνυμά της στην ανθρωπότητα!

Αναφέρει με λεπτομέρεια στο άρθρο της σε μια συνέντευξη με τον αείμνηστο ζωγράφο η κ. Συραγώ­Χορταριά[εκπαιδευτικός – δημοσιογράφος]:

«Ήμουν κοντά στα δέκα, παραμονές της Μάχης της Κρήτης. Είχαμε πληροφορίες ότι θα γίνει μεγάλη επιχείρηση κατάληψης της Νήσου από τους Γερμανούς».

Κι αλήθεια οι Γερμανοί γύρευαν να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά εδάφη ενόψει της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα».

«Η μάνα μάζευε τα πράγματα ..Τριάντα χρόνια έραβε και έπλεκε προικιά, δαντέλες και πλεκτά. Ήταν μαστόρισσα η μάνα! Η καλύτερη σχεδιάστρια, μοδίστρα στο Ηράκλειο! Η τέχνη της ήταν ολάκερη περιουσία. Έργο ζωής!

Πώς χώρεσε τούτη η ζήση σε δέκα σακιά κι απ’ αυτά ξεδιάλεξε τα δυό γιατί έπρεπε να μετακινηθούμε γρήγορα, να βρούμε καταφυγή στο σπίτι του παππού Βερερουδάκη, στην Τύλισσο.

Το Ηράκλειο ερήμωνε, μόνον ο παππούς και η γιαγιά πηγαινοέρχονταν στο φυτεμένο αμπέλι στο Γιόφυρο, κοντά στον Αλμυρό….

Στις είκοσι Μαΐου, τέσσερις το απόγευμα , ένα κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μια ώρα αργότερα η παρουσία τους στοίχειωνε το Ηράκλειο. Γάζωναν αλύπητα οι ναζί ό,τι κινιόταν, ό,τι ζωντανό σπαρτάραγε κι εμείς οι Έλληνες συνηθισμένοι να δεχόμαστε την ευλογία από τον ουρανό, τώρα αποδεκατιζόμασταν από τους αγγέλους του θανάτου!».

Σε τέσσερα μέτωπα οι Έλληνες αλύγιστοι κράταγαν μετερίζι. Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο.[…]

Στο Γιόφυρο έπεφταν αλεξιπτωτιστές, οι δικοί μου κοιτούσαν τον ουρανό. Ακάλυπτος ο παππούς δέχτηκε τη σφαίρα στον αγκώνα. Φώναξε «Καλλιόπη» και γύρισε να προστατέψει την κερά μα εκείνη είχε δεχθεί το βόλι που τον τραυμάτισε στην καρδιά.

Νεκρή, ασάλευτη πότιζε με τη ζεστή της τη ζωή που κύλαγε, το αμπέλι. Τύλιξε ο παππούς με μία κάπα τη γιαγιά και την απόθεσε στον πάγκο της παράγκας.

Ήτανε σούρουπο… σούρουπο συνήθως έπεφταν οι εχθροί.

Σύρθηκε ο παππούς αγκομαχώντας μέσα από τα χαλάσματα, μέσα στο χαλασμό ως το Πανάνειο ώρες μετά κι ομολόγησε στο συγχωριανό του τον Κουράκη, που βρισκόταν κι αυτός τραυματισμένος εκεί πως οι Γερμανοί σκοτώσανε την Καλλιόπη.

«Να πεις στη Μαρία ότι σκοτώσανε οι Γερμανοί τη μάνα της και είναι στην παράγκα».

Έξι μέρες μετά ο Κουράκης μετέφερε το θλιβερό μαντάτο στη μάνα μου τη Μαρία. Ο παππούς κατέληξε στο Πανάνειο… Δεν τον ματαείδαμε»

Η αγέρωχη κυρά συγκλονίστηκε!

«Με πήρε από το χέρι, θυμάται ο ζωγράφος και κατρακυλώντας, τρέχοντας περάσαμε Τύλισσο, Καβροχώρι σε δυόμιση ώρες φτάσαμε στο αμπέλι. Η μάνα μου θρηνούσε με λυγμούς, τα χέρια της χαράκωναν το πρόσωπο κι εκεί στον πάγκο… Η γιαγιά! Η αποσύνθεση είχε αρχίσει κι η μάνα ανήμπορη, να θρηνεί εκείνη τη χαμένη μητρική αγκαλιά.

Έσκαψα ένα λάκκο, απιθώσαμε τη γιαγιά. Μια περιμετρική σειρά από πέτρες και ένας ξύλινος σταυρός στήθηκαν βιαστικό μνημείο. Να έχει έναν τάφο η γιαγιά».

Στο έργο που απεικονίζει εκείνην την ταφή ,ο ζωγράφος στέκεται με περισυλλογή. Η αντάρα της ψυχής του δεκάχρονου Μπότη ξεχειλίζει.

Ζητούσα εκδίκηση, ομολογεί. «Τραβήξαμε με τη μάνα για το σπίτι. Περπατούσαμε στο ερειπωμένο Ηράκλειο. Το σπίτι μας ήταν εκεί στην Περβόλα κοντά στο Πανάνειο».

Καθώς βάδιζαν δεξιά και αριστερά ο μικρός αγωνιστής παρατηρεί τα άψυχα ολόμαυρα σώματα των Γερμανών πεταμένα στα χαντάκια. Κι αλήθεια η Μάχη της Κρήτης χαρακτηρίστηκε “Νεκροταφείο των Γερμανών αλεξιπτωτιστών» κι ο Χίτλερ σταμάτησε εκεί τις αεροεπιδρομές.

«Στο σπίτι είχε πέσει εμπρηστική βόμβα, όλα ανατινάχθηκαν, η μάνα σπάραζε στα συντρίμμια».

Κι όμως η Παναγιά τον όλεθρο περιφρονεί!

«Αγέρωχα τα εικονίσματα, δώδεκα εικόνες στέκουν στο εικονοστάσι μας ψηλά, στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού».

Ένα τοπίο σουρεαλιστικό αντικρίζει ο μικρός Μπότης, που θα χαραχτεί στη μνήμη του για πάντα. Μια σκάλα διαφυγής στον ουρανό κι επάνω στο τελευταίο το σκαλί σωσμένο στέκει το εικονοστάσι.

«Μόνον η εικόνα-του Αγίου Νικολάου έλειπε από εκεί κι η μάνα είδε όνειρο το σημείο που ο Άγιος περίμενε μες τα χαλάσματα να βρεθεί. Σκάψαμε στα ερείπια και βρέθηκε η εικόνα!.[…]

«Αφαιρούσα από τα πτώματα των Γερμανών στοιχεία χρήσιμα για τους Έλληνες. Φακοί, λάστιχα αυτοκινήτων, όπλα χρησίμευαν πολλές φορές ανακυκλωμένα για να καλύψουνε ανάγκες επιβίωσης».

Εξάλλου μέσα σε περιόδους κρίσης και απόλυτης φτώχειας ο νους ξυπνά σπαράζοντας κι αρπάζει την όποια ευκαιρία να καλύψει την ανάγκη.

Ο Μπότης ορκίζεται εκδίκηση και πράγματι η εκδίκησή του ορθώνεται αιώνια μέσα απ’το καλλιτεχνικό του έργο.

Οι μορφές των Κρητικών καπεταναίων όπως του Γιώργη Πετρακογιώργη, του οπλαρχηγού Παντουβά, του Μιχάλη Λέφακα αλλά και πολιτικών αγωνιστών όπως ο Σοφοκλής Βενιζέλος και ο συγγραφέας της Λευτεριάς Καζαντζάκης, θωρούν αγέρωχα στα μάτια το λαό τους μέσα από τις ολοζώντανες προσωπογραφίες του καλλιτέχνη.

Οι ήρωές του ,μυθικά θεριά, ορθώνονται να προασπίσουν τον αγώνα της πατρίδας κι αυτός με τη δύναμη του χρωστήρα του αποτυπώνει στην αιωνιότητα τη στιβαρότητα, τη λεβεντιά και την αρχοντιά της φυλής, στο παράστημα και τη μορφή τους.

Ένας μικρός ήρωας κι εκείνος θυμάται… Το ποδήλατό του!

Του ‘δινε την ελευθερία της κίνησης να πηγαίνει σε κάθε γωνιά της πολύπαθης πόλης και να αφουγκράζεται μέσα από τα ερείπια τον παλμό της ψυχής. Να παρατηρεί τις εναλλαγές στα τοπία, να παρακολουθεί τις εξελίξεις.

Το ‘κλεψε το ποδήλατο από την αίθουσα που χρησιμοποιούσαν για αποθήκη οι Γερμανοί στο Μέγαρο Φυτάκη. Κι ας κινδύνεψε η ζωή του, τη μιζέρια δεν άντεχε, δεν είναι ο Μπότης «σκλάβος που λυτρωμό προσμένει…».

«Δούλευα στα ορύγματα που οι Γερμανοί άνοιγαν γύρω από το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Σκληρή δουλειά για ένα παιδί κι η αμοιβή ένα κομμάτι κουραμάνα και λίγο ζωμό.

Εκείνη την ημέρα το ελληνικό αντιτορπιλικό «Παπανικολής» τορπίλισε ένα μεταγωγικό κι ένα πολεμικό πλοίο των Γερμανών. Από το αεροδρόμιο
παρακολουθούσα τις αλυσιδωτές εκρήξεις ένας άγριος ενθουσιασμός γέμισε την ψυχή μου και ξέσπασα σε αλαλαγμούς χαράς! Εισέπραξα άγριο ξυλοδαρμό από τους Γερμανούς φύλακες».

Η κάθαρση έρχεται χρόνια μετά όταν του καλλιτέχνη το πινέλο αποτυπώνει το γεγονός στον καμβά. Ο μικρός Μπότης εκδικείται γιατί αυτή η ελληνική επιτυχία θα μείνει για πάντα ζωντανή να θυμίζει σε κάθε επίδοξο εισβολέα πως όση δύναμη κι αν διαθέτει η τόλμη του Κρητικού συνθλίβει, εκτινάσσει στα πέρατα του τόπου και του χρόνου τα φθαρτά του μέσα.

«Η ζωγραφική μου προσέφερε μια λύτρωση», εξομολογείται ο ζωγράφος. «Σκοτώσανε τη γιαγιά, τον παππού μου και τον αδερφό της μάνας μου. Κι η τέχνη έγινε καταγγελία!».

Σε πάρα πολλές εκθέσεις με θέμα τη Μάχη της Κρήτης και τη γερμανική κατοχή ο Μπότης υψώνει γροθιά αντίστασης ενάντια στο ναζισμό, ενάντια στο θεριό που αιματοκύλισε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι ο καπετάνιος που άδραξε το πινέλο και πολέμησε διατρανώνοντας σε ολόκληρο τον κόσμο πως ο κατακτημένος γίνεται κατακτητής, πως ο Έλληνας κουβαλεί τη φλόγα στην ψυχή του και πως το αίμα που κυλάει, για ιερό σκοπό τη Λευτεριά, θρέφει την κρητική τη γη και ανασταίνει τις γενιές της» […]

Το μάτι του Θεού που αγρυπνεί στους πίνακες του μεγάλου δημιουργού Μπότη Θαλασσινού καρφώνεται με πόνο και αγανάκτηση στη θλιβερή πραγματικότητα τού σήμερα, κάνει έκκληση στην αφύπνιση μέσω της τέχνης -εκδίκηση ζητά! Όχι ως πολεμιστής αρματωμένος, έτοιμος να σκορπίσει τη φρίκη αλλά οπλισμένος με τον χρωστήρα – το μοναδικό ειρηνικό όπλο εκδίκησης – για να βροντοφωνάξει ότι ο Ελληνικός λαός δεν πεθαίνει έτσι εύκολα γιατί είναι καμωμένος από ήλιο και πέτρα, ξέρει αγέρωχα ν’ αντιστέκεται και να στέκεται εμπρός στο χρέος του μη καταδεχόμενος  να λυγίσει όπως έκανε το δεκάχρονο παιδί, ροβολώντας στα καλντερίμια της έρημης πόλης του Ηρακλείου κι όπως αδίστακτα έκανε πάλι, πετώντας με τα φτερά της ψυχής στα πέρατα της γης,  φωνάζοντας: «Σπάσε τα σύνορα στροβιλίζοντας μ’ όλες τις δυνάμεις του σύμπαντος»!

Ο μεγάλος καλλιτέχνης,  κατέγραψε κομμάτι – κομμάτι την ιστορία του ’40, [τον πρωτεργάτη της αντίστασης Πετρακογιώργη, την Κυβέλη Σεργίου κ.α.], που σημάδεψε όχι μόνο τη δική του τη ζωή – μιας κι ήταν στην πρώτη άγουρη ηλικία όταν οι βάρβαροι μπήκαν στην πόλη και δοκίμασε τον πόνο η τρυφερή ψυχή τού μίσχου που το άνθος του μαράθηκε μπροστά στη φρίκη του θανάτου. Εκείνος που δεν ανησύχησε διόλου για να  εκμεταλλευτεί την ανάγκη των υπολοίπων για ήρωες και δόξες, άπλωσε τα εφηβικά του φτερά πέρα από τον ωκεανό, σε λιμάνια μακρινά, σε χώρες μακρινές – άγνωστες και συναρπαστικές στην ευαίσθητη φαντασία του νέου….

Εύα Καπελλάκη Κοντού [Εκπαιδευτικός, αρθρογράφος & ραδιοφωνική παραγωγός]

 

Μάχη της Κρήτης Μπότης Θαλασσινός